ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

 

Του Νομικού προσώπου με την επωνυμία ‘‘ΔΗΜΟΣ ΟΙΝΟΦΥΤΩΝ’’ του Νομού Βοιωτίας που εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο Γεώργιο Θεοδωρόπουλο με έδρα τα Οινόφυτα Βοιωτίας, οδός Καπ. Ιωάννου Λιάπη, αριθ. 26

 

ΚΑΤΑ

 

Της ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ

 

                                  Παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας

                                           (άρθρο 45 παρ. 2 Π.Δ. 18/89)    

………………………………………………………………………………………….

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

        Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Π.Δ. 148/29-9-2009 κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από περιβαλλοντική ζημία ή έχει έννομο συμφέρον από τη λήψη απόφασης σχετικά με περιβαλλοντική ζημία δικαιούται, εκτός των άλλων «να καλέσει την αρμόδια αρχή να αναλάβει δράση βάσει του παρόντος διατάγματος. Επί πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 7 του ιδίου Π.Δ., τα ανωτέρω πρόσωπα «έχουν έναντι της Ε.Υ.Ε.Π. για πράξεις ή παραλείψεις της σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, τα ένδικα μέσα που τους παρέχει το ισχύον δίκαιο.»

 

       Στις 14 Ιανουαρίου 2010 καταθέσαμε  στην αρμόδια αρχή και συγκεκριμένα στην ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΕΥΕΠ) του ΥΠΕΚΑ αίτηση για ανάληψη δράσης πρόληψης και αποκατάστασης σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται με το άρθρο 13 του ιδίουΠ.Δ. Παρήλθαν έκτοτε υπέρ τους τρεις μήνες χωρίς η διοίκηση να προβεί στις οφειλόμενες νόμιμες ενέργειες όπως αυτές ορίζονται στο ίδιο άρθρο 13 του Π.Δ. 148/2009.

 

        Επειδή από το περιεχόμενο της αιτήσεως για ανάληψη δράσης προκύπτει η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να προβεί στις οφειλόμενες νόμιμες ενέργειες την παραθέτουμε ολόκληρη, αποτελεί δε αναπόσπαστο μέρος της παρούσας αίτησης ακύρωσης.

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

 

ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

 

 

ΑΙΤΗΣΗ

 

για ανάληψη δράσης πρόληψης και αποκατάστασης

(άρθρο 13 Π.Δ. 148/29-9-2009)

 

 

Του Νομικού προσώπου με την επωνυμία ‘‘ΔΗΜΟΣ ΟΙΝΟΦΥΤΩΝ’’ του Νομού Βοιωτίας που εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο Γεώργιο Θεοδωρόπουλο με έδρα τα Οινόφυτα Βοιωτίας, οδός Καπ. Ιωάννου Λιάπη, αριθ. 26, Τ.Κ. 32011

τηλ. ++ 22620-51500, FAX. 22620-51550 

 

………………………………………………………………………………………….

 

Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

 

 1.  Η ρύπανση του Ασωπού ποταμού, των υπόγειων υδάτων και των εδαφών της περιοχής της Ανατολικής Αττικής και της Βοιωτίας με βιομηχανικά κυρίως υγρά απόβλητα συντελείται εδώ και 35 χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε η εγκατάσταση βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων στην άτυπη βιομηχανική περιοχή των Οινοφύτων, χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές, μετατρέποντας τον ποταμό σε αγωγό παροχέτευσης των ανεπεξέργαστων αποβλήτων τους. Από το 1969 βρίσκεται σε ισχύ Διάταγμα που χαρακτηρίζει τον Ασωπό ποταμό ως «αγωγό παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων», το οποίο επικαιροποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 19649/1979 απόφαση «περί διαθέσεως υγρών βιομηχανικών αποβλήτων και λυμάτων στο Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, καθώς και στους αντίστοιχους Κόλπους Μαλιακό και Πεταλίων» (ΦΕΚ 1136 Β’ της 27.12.1979).

 

 2.  Η ρύπανση για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω εντοπίζεται κυρίως στο Νομό Βοιωτίας, αφορά όμως και θίγει και περιοχές της Ανατολικής Αττικής. Περίπου 286 μεταποιητικές μονάδες λειτουργούν στην ευρύτερη περιοχή, οι περισσότερες των οποίων εντοπίζονται στις περιοχές Οινοφύτων και Σχηματαρίου. Σε αυτές συγκαταλέγονται, όπως διαπιστώθηκε από παλαιότερη μελέτη του ΕΜΠ, κλωστοϋφαντουργικές μονάδες, επιμεταλλωτήρια, βυρσοδεψεία, χημικές βιομηχανίες, μονάδες παραγωγής τροφίμων, βαφεία, μεταλλοβιομηχανίες κ.ά, που απορρίπτουν τα υγρά απόβλητά τους χωρίς επεξεργασία στον Ασωπό ποταμό ή στον υδροφόρο ορίζοντα με άμεση ή έμμεση απόρριψη.

 

3. Η μακροχρόνια λοιπόν ρύπανση της περιοχής έχει μολύνει τόσο τα επιφανειακά ύδατα όσο και τα υπόγεια από τα οποία υδρεύονται οι κάτοικοι των περιοχών της κοιλάδας του Ασωπού. Το τελευταίο χρονικό διάστημα εντοπίστηκαν συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων μεταξύ των οποίων συγκεντρώσεις  εξασθενούς χρωμίου, το οποίο είναι αποδεδειγμένα καρκινογόνο. Ενδεικτικά, βρέθηκε στο 3ο αντλιοστάσιο του Δήμου Οινοφύτων ολικό χρώμιο 53,8 mg/l, εξασθενές χρώμιο 51 mg/l και νιτρικά 76,5 mg/l. Στο 4ο αντλιοστάσιο Οινοφύτων βρέθηκε ολικό χρώμιο 54,9 mg/l και εξασθενές χρώμιο 47,9 mg/l. Στο δίκτυο Οινοφύτων βρέθηκε χρώμιο 50,3 mg/l, εξασθενές χρώμιο 47,9 mg/l και νιτρικά 66,9 mg/l. Η ρύπανση επεκτάθηκε και πέραν των Οινοφύτων, εντοπίστηκαν δε υψηλές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου στον Ωρωπό, στον Φάρο Αυλίδας, στην Τανάγρα και σε εννέα γεωτρήσεις στη Θήβα. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η υδρογεωλογική λεκάνη η οποία οριοθετείται από τις περιοχές Αυλίδας, Τανάγρας, Σχηματαρίου, Οινοφύτων, Αυλώνα, Συκαμίνου και Ωρωπού, έχει ρυπανθεί σε τέτοιο σημείο ώστε οι κίνδυνοι για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία να είναι ορατοί και εξαιρετικά σημαντικοί.

 

4. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση η δράση της διοίκησης χαρακτηρίζεται από αδράνεια, υστερήσεις και παραλείψεις. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ύπαρξη του προβλήματος ήλθε στην επιφάνεια από τους πολίτες και την τοπική αυτοδιοίκηση των πληττόμενων περιοχών. Η κεντρική διοίκηση για πρώτη φορά ενεργοποιήθηκε το 1ο εξάμηνο του 2004. Συγκεκριμένα, η νεοσύστατη τότε Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ) διενήργησε ελέγχους στην περιοχή, όπου διαπιστώθηκε σωρεία παρανομιών σε ό,τι αφορά στην απόρριψη ανεπεξέργαστων επικινδύνων αποβλήτων στον ποταμό και στα υπόγεια ύδατα και συντάχθηκαν Βεβαιώσεις Παράβασης, οι οποίες όμως ποτέ δεν εκτελέστηκαν. Στη συνέχεια η κεντρική διοίκηση αδράνησε τελείως μέχρι που το ζήτημα έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, ιδίως από τον Ιούνιο του 2007.

 

5. Το αρμόδιο ΥΠΕΧΩΔΕ δραστηριοποιήθηκε –ουσιαστικά- στις αρχές Νοεμβρίου 2007 και επέβαλε πρόστιμα σε 20 συγκεκριμένες επιχειρήσεις για παράνομη απόρριψη τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων και κυρίως του εξασθενούς χρωμίου[1]. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή δεν επεξεργάζονται τα απόβλητά τους, δεν τηρούν τις προϋποθέσεις και τους όρους της κοινοτικής νομοθεσίας. Είτε δεν διαθέτουν τις νόμιμες άδειες είτε τις διαθέτουν χωρίς όμως να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας.

 

6. Η ρύπανση του εδάφους και των (επιφανειακών και υπόγειων) υδάτων της περιοχής συνεχίζεται ανεξέλεγκτα μέχρι σήμερα. Από πρόσφατες μετρήσεις σε δείγματα νερού της περιοχής που πραγματοποιήθηκαν από διάφορους επιστημονικούς φορείς (τους οποίους αναφέρουμε στη συνέχεια) ανιχνεύθηκαν επικίνδυνα για την υγεία του ανθρώπου βαρέα μέταλλα. Συγκεκριμένα, ανιχνεύθηκαν συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου που ξεπερνούν τα 60 μg/l καθώς και συγκεντρώσεις νικελίου που ξεπερνούν τα 30 μg/l, πράγμα που έχει σαν συνέπεια να απειλείται άμεσα η υγεία όλων των κατοίκων της περιοχής.

 

  7. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στο εξασθενές χρώμιο, αυτό θεωρείται καρκινογόνο σύμφωνα με την US Environmental Protection Agency και άλλους επιστημονικούς οργανισμούς[2]. Ενώ αρχικά η ως άνω ιδιότητά του ως καρκινογόνου εθεωρείτο ότι περιορίζονταν μόνο στην εισπνοή, ωστόσο νεώτερες έρευνες που διεξήχθησαν από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι παραμένει καρκινογόνο και στην κατάποση[3]. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να ανιχνεύεται καθόλου στο πόσιμο νερό. Σε ό,τι αφορά στο νικέλιο, αυτό δεν θεωρείται μεν καρκινογόνο πλην όμως έχει άλλες επιπτώσεις στην υγεία (προοδευτική απώλεια βάρους, βλάβες στο συκώτι και στην καρδιά, δερματίτιδα κλπ), όταν η συγκέντρωσή του στο νερό υπερβαίνει το 0.1 μg/l και πίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα[4]. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να ανιχνεύεται πάνω από το 0.1 μg/l. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω οι συγκεντρώσεις των ως άνω βαρέων μετάλλων που ανιχνεύθηκαν στο νερό της περιοχής το καθιστούν επικίνδυνο για την υγεία μας.

 

 9. Είναι από όλους αποδεκτό ότι η ύπαρξη αυτών των βαρέων μετάλλων στο νερό οφείλεται στην ανεξέλεγκτη διάθεση τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων βιομηχανιών της περιοχής. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν ανιχνεύεται στο χώμα της περιοχής τρισθενές χρώμιο σε τέτοια ποσότητα ώστε να μετατρέπεται σε εξασθενές και μάλιστα σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις[5]. Άλλωστε είναι σε όλους γνωστό ότι δεν υπάρχει στη χώρα μας το απαιτούμενο από την κοινοτική νομοθεσία δίκτυο για την ασφαλή απόθεση τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων με αποτέλεσμα να απορρίπτονται παράνομα και ανεξέλεγκτα περί τις 600.000 τόνοι τέτοιων αποβλήτων κατ’ έτος. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[6].

 

10. Σύμφωνα με την επιστημονική έκθεση του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών[7] τα ιζήματα του Ασωπού ποταμού έχουν επιβαρυνθεί με συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων ως εξής: Cr: 16,0 ppm, Ni: 58,o ppm, Co: 9,0 ppm, Cu: 18,0 ppm και Zn: 34,0 ppm. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με την έκθεση, προέρχονται αποκλειστικά από τη ρύπανση του ποταμού και συνδέονται με ανθρώπινες δραστηριότητες.[8] Περαιτέρω, η έκθεση επισημαίνει ότι οι συγκεντρώσεις των βαρέων μεταλλικών ιχνοστοιχείων στα νερά του Ασωπού βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα (ενδεικτικά: As:5-15 μg/l, Cd:53,0-71,0 μg/l, Crtot:1,0-185,0 μg/l, Cr6+:1,0-148,0 μg/l, Fe:206,0-1.052,0 μg/l, Mn:1,0-160,0 μg/l, Pb:1.0-398,0 μg/l, Ni:20,0-175,0 μg/l, Sr:8.489,0 μg/l, Zn:1,0-69,0 μg/l). Με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία ο Ασωπός είναι σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ποταμούς της Ελλάδας, ο πλέον ρυπασμένος ποταμός της χώρας.[9]

 

11. Σύμφωνα με την ίδια επιστημονική έκθεση του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών τα υπόγεια νερά, από πηγάδια και γεωτρήσεις, στην περιοχή των Οινοφύτων παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις σε βαρέα μέταλλα (ενδεικτικά: As:2,0-4,0 μg/l, Crtot:47,0-53,0 μg/l, Cr6+:41,0-53,0 μg/l, Fe:144,0-1.198,0 μg/l, Mn:1,0-160,0 μg/l, Pb:0,0-30,0 μg/l, Ni:0,0-109,0 μg/l, Zn:0,0-796,0 μg/l). Η έκθεση καταλήγει ότι τα υπόγεια νερά της περιοχής είναι ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, και κατά περιπτώσεις τα νερά ορισμένων γεωτρήσεων κρίνονται ακατάλληλα ακόμη και για άρδευση λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων σε βαρέα μέταλλα[10].

 

12. Σύμφωνα με την επιστημονική έκθεση του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών[11] η ρύπανση της περιοχής του Ασωπού (έδαφος και νερά) έχει άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα των παραγόμενων τροφίμων-βολβών καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι βιοσυσσωρεύονται βαρέα μέταλλα[12]. Προβάλλει λοιπόν άμεσα η ανάγκη για επιστημονική αξιολόγηση της επικινδυνότητας των παραγόμενων στην περιοχή τροφίμων λόγω της ρύπανσης του εδάφους και των νερών[13].

 

13. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΓΜΕ για την κατάσταση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής[14] έχει ανιχνευθεί εξασθενές χρώμιο σε επίπεδα μέχρι και 156 μg/l, σίδηρος (Fe) σε επίπεδα μέχρι και 2700 μg/l (με όριο τα 200), και νικέλιο (Ni) σε επίπεδα μέχρι και 54 μg/l (με όριο τα 20).

 

14. Σε πρόσφατη μελέτη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας[15] οι συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων (ολικό και εξασθενές χρώμιο, νικέλιο, σίδηρος, αρσενικό και μόλυβδος) στην περιοχή του Ασωπού είναι αρκετά υψηλές –σχεδόν οι ίδιες με αυτές των άλλων προαναφερόμενων μελετών-  και προέρχονται κυρίως από την ανεξέλεγκτη διάθεση βιομηχανικών αποβλήτων σε επιφανειακούς και υπόγειους αποδέκτες[16]. Σε ίδια περίπου συμπεράσματα καταλήγει και η από 31 Οκτωβρίου 2007 Τεχνική Έκθεση της Ένωσης Ελλήνων Χημικών.

 

15. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το πρόβλημα της ρύπανσης του εδάφους και των νερών (επιφανειακών και υπόγειων) της περιοχής του Ασωπού ποταμού είναι εξαιρετικά σημαντικό –ίσως το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της χώρας- καθώς έχει άμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των κατοίκων της περιοχής. Παρά την κοινή πεποίθηση (δημόσιων αρχών και επιστημονικών φορέων) ότι απαιτείται άμεση παρέμβαση για επίλυση του προβλήματος, ωστόσο διαπιστώνουμε τη συνέχιση της πλήρους απουσίας ανάληψης δράσεων εκ μέρους τόσο των αρμόδιων αρχών όσο και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή αν και είναι υποχρεωμένες από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία. Η παρούσα αίτηση-προσφυγή συνιστά το πρώτο αναγκαίο βήμα για την ενεργοποίηση των αρμόδιων αρχών στην κατεύθυνση της λήψης των κατάλληλων και αναγκαίων προληπτικών και αποκαταστατικών μέτρων, όπως αυτά προβλέπονται από τη νομοθεσία η οποία αναλυτικά αναφέρεται στη συνέχεια.

 

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

 

Α. ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ (ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ) ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

 

16. Οι παραβιάσεις της νομοθεσίας από τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή έχουν επισημανθεί επανειλλημμένα και με τον πιο επίσημο τρόπο. Έτσι, στην Έκθεση Ελέγχου του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης[17] επισημαίνεται σωρεία παραβάσεων της νομοθεσίας σχετικά με τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων (απουσία σχεδίου διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων, ελλειπείς ΑΕΠΟ, ανυπαρξία των επιβαλλόμενων αδειοδοτήσεων για την απόρριψη των αποβλήτων στο έδαφος ή στα νερά κλπ). Ειδικότερα, από τις ελεγχθείσες 19 επιχειρήσεις προέκυψε ότι καμία δεν εφαρμόζει τη νομοθεσία για τη διαχείριση των υγρών αποβλήτων ή των επικινδύνων αποβλήτων[18].

Με βάση τα πορίσματα της ως άνω εκθέσεως, αλλά και τα μετέπειτα γεγονότα (όπως π.χ. η καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για έλλειψη σχεδίου διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων σε όλη την επικράτεια[19]), μπορούμε να παραθέσουμε με ασφάλεια τις παραβιάσεις της νομοθεσίας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και τις επιχειρήσεις.

 

     Παραβίαση της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών[20], όπως τροποποιήθηκε και ισχύει

 

17. Σύμφωνα με την 9η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ ‘η διαφύλαξη, η διατήρηση ή η αποκατάσταση μιας επαρκούς ποικιλίας και εκτάσεως οικοτόπων είναι απαραίτητες για τη διατήρηση όλων των ειδών των πτηνών.’

 

 18. Το άρθρο 3, παράγραφος 1 της οδηγίας προβλέπει ότι, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και ψυχαγωγικών απαιτήσεων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών μια επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων.

 

19. Το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας ορίζει ότι για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα Ι προβλέπονται μέτρα ειδικής διατήρησης, που αφορούν στον οικότοπό τους, για να εξασφαλιστεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους. Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση αυτών των ειδών πτηνών.

 

20. Το άρθρο 4, παράγραφος 2 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν ανάλογα μέτρα για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, των οποίων η έλευση είναι τακτική, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. Για τον σκοπό αυτό τα κράτη αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υγροτόπων, ιδίως όσων έχουν διεθνή σπουδαιότητα.

 

21. Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφύγουν στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους στόχους του άρθρου αυτού. Περαιτέρω, τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν επίσης να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας.

 

22. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια να ορίζουν ζώνες προστασίας, η οποία περιορίζεται όμως μόνο στα ορνιθολογικά κριτήρια. Η υποχρέωση λοιπόν να ορίζονται ζώνες ειδικής προστασίας είναι απόλυτη[21].

 

23. Τα ορνιθολογικά κριτήρια αποτελούν επαρκώς σαφή βάση για να υπάρξει υποχρέωση του κράτους μέλους να προβεί στον καθορισμό μιας περιοχής ως ζώνης ειδικής προστασίας. Εάν δεν το πράξει παραβιάζει το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας[22]. Περαιτέρω, η ρύπανση των οικοτόπων κυρίως με τις εκχύσεις αποβλήτων που περιέχουν τοξικές και επικίνδυνες ουσίες έχουν σημαντικές επιβλαβείς επιπτώσεις στην ποιότητα των υδάτων άρα και στο οικοσύστημα της περιοχής. Η μη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς αποφυγή της ρύπανσης ή της καταστροφής των οικοτόπων παραβιάζει το άρθρο 4, παράγραφος 4 της οδηγίας[23].

 

24. Σε μελέτη για την πτηνοπανίδα που υπάρχει στον υγρότοπο του Ασωπού ποταμού, την οποία έχουν στη διάθεσή τους το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, και το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, αναφέρεται ότι εντοπίστηκαν 141 είδη πτηνών από τα οποία τα 31 εντάσσονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας[24]. Αντί λοιπόν η κεντρική διοίκηση να προβεί στον καθορισμό του υγρότοπου του Ασωπού ποταμού ως ζώνης ειδικής προστασίας, διατήρησε σε ισχύ το Διάταγμα που χαρακτηρίζει τον Ασωπό ποταμό ως «αγωγό παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων», το οποίο επικαιροποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 19649/1979 απόφαση «περί διαθέσεως υγρών βιομηχανικών αποβλήτων και λυμάτων στο Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, καθώς και στους αντίστοιχους Κόλπους Μαλιακό και Πεταλίων» (ΦΕΚ 1136 Β’ της 27.12.1979). Παράλληλα δε δεν έλαβε κανένα κατάλληλο μέτρο για αποφυγή της ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων κα εδαφών της περιοχής, όπως αναλυτικά αναφέραμε παραπάνω (υπό στ. Ι).

 

25. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να κατατάξει τον υγρότοπο του Ασωπού ποταμού σε ζώνη ειδικής προστασίας, όπως επίσης παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή της ρύπανσης ή της καταστροφής των οικοτόπων της ζώνης αυτής. Συνεπώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.

 

 Παραβίαση της Οδηγίας 2006/11/ΕΚ για τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας[25]

 

26. Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εξάλειψη ή τη μείωση της ρύπανσης των επιφανειακών υδάτων η οποία προέρχεται από τις επικίνδυνες ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της οδηγίας (για την εξάλειψη ο κατάλογος Ι και για τη μείωση ο κατάλογος ΙΙ).

 

27. Το άρθρο 4 της οδηγίας ορίζει ότι οποιαδήποτε απόρριψη, η οποία μπορεί να περιέχει μια από τις ουσίες του καταλόγου Ι υπόκειται σε προηγούμενη άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους και ότι με την ανωτέρω άδεια καθορίζονται τα πρότυπα απόρριψης των ουσιών αυτών.

 

28. Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει τα σχετικά με τα πρότυπα απόρριψης, στη δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν δεν τηρούνται τα πρότυπα απόρριψης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση των όρων της άδειας και, αν απαιτείται για να απαγορεύσει την απόρριψη. Στο άρθρο 10 της οδηγίας ορίζει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προβαίνει σε απογραφή των απορρίψεων, οι οποίες μπορεί να περιέχουν ουσίες του καταλόγου Ι.

 

29. Στον κατάλογο Ι που αναφέρεται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας ορίζεται ότι περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο «ουσίες που έχουν αποδεδειγμένα καρκινογόνο ιδιότητα μέσα στο υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού.» (αριθ. 4 του καταλόγου Ι). Σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτει το εξασθενές χρώμιο, σύμφωνα με την US Environmental Protection Agency[26].

 

30. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και συγκεκριμένα: α) Δεν απαίτησε από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή να λάβουν άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 6 της οδηγίας. β) Δεν προέβη στην απαγόρευση της απόρριψης του εξασθενούς χρωμίου εν όψει του γεγονότος ότι δεν έχουν οριστεί στις άδειες τα πρότυπα απόρριψης ούτε συνεπώς τηρούνται αυτά τα πρότυπα, όπως επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 5 τα οδηγίας. γ) Δεν προέβη η αρμόδια αρχή σε απογραφή των απορρίψεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 10 της οδηγίας. Συνεπώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, 4, 5, 6 και 10 της οδηγίας 2006/11/ΕΚ. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και στις οποίες έχουν επιβληθεί πρόστιμα παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία.

 

 Παραβίαση της Οδηγίας 80/68/ΕΟΚ περί προστασίας των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες[27], όπως τροποποιήθηκε

 

31. Στο άρθρο 3 της οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν την εισαγωγή στα υπόγεια ύδατα των ουσιών του καταλόγου Ι, ή να περιορίσουν την ως άνω εισαγωγή των ουσιών του καταλόγου ΙΙ ώστε να αποφευχθεί η ρύπανση των υδάτων.

 

32. Στο άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη μέλη α) απαγορεύουν κάθε άμεση απόρριψη ουσιών που αναφέρονται στον κατάλογο Ι. β) Υποβάλλουν σε προκαταρκτική έρευνα τις ενέργειες διαθέσεως των ουσιών που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε έμμεση απόρριψη και με βάση τα αποτελέσματα απαγορεύουν αυτές τις ενέργειες ή δίνουν άδεια υπό τον όρο ότι θα εμποδιστεί η έμμεση απόρριψη.

 

33. Στο άρθρο 7 της οδηγίας ορίζεται ότι οι προκαταρκτικές έρευνες των άρθρων 4 και 5  πρέπει να περιλαμβάνουν  μια μελέτη των υδρογεωλογικών συνθηκών της αντίστοιχης ζώνης, της διυλιστικής ικανότητας του εδάφους και του υπεδάφους, των κινδύνων ρύπανσης και να καθορίζουν κατά πόσο η απόρριψη στα ύδατα αυτά αποτελεί κατάλληλη λύση.

 

34. Το άρθρο 12, παράγραφος 2 ορίζει ότι αν οι όροι που επιβάλλονται για μια άδεια δεν τηρηθούν, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους παίρνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι όροι αυτοί να ικανοποιηθούν και, αν είναι αναγκαίο, ανακαλεί την άδεια.

 

35. Το άρθρο 13 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη ελέγχουν την τήρηση των όρων που επιβάλλονται για τις άδειες καθώς και τις επιπτώσεις των απορρίψεων στα υπόγεια ύδατα.

36. Το άρθρο 18 της οδηγίας ορίζει ότι η εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση πρόκληση ρυπάνσεως των υπόγειων υδάτων.

 

37.  Στον κατάλογο Ι που αναφέρεται στο Παράρτημα  της οδηγίας ορίζεται ότι περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο «ουσίες που έχουν αποδεδειγμένα καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο ή τερατογόνο ιδιότητα μέσα στο υδάτινο περιβάλλον ή μέσω αυτού.» (αριθ. 4 του καταλόγου Ι). Σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτει το εξασθενές χρώμιο, σύμφωνα με την US Environmental Protection Agency[28].

 

38. Από το σύνολο των προεκτεθέντων και με βάση το πραγματολογικό υλικό (ανωτέρω υπό στοιχεία Ι) προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και συγκεκριμένα: α) Δεν προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες ώστε να αποφευχθεί η άμεση απόρριψη στα υπόγεια ύδατα του εξασθενούς χρωμίου, ούτε προέβη σε πλήρη προκαταρκτική έρευνα για τους κινδύνους μολύνσεως και αλλοιώσεως της ποιότητας των υπόγειων υδάτων λόγω της απορρίψεως ουσιών περιλαμβανόμενων στους καταλόγους Ι και ΙΙ[29]. β) Δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να τηρηθούν οι όροι των αδειών και δεν ανακάλεσε τις άδειες δεδομένου ότι αποδεδειγμένα έχουν ρυπανθεί τα υπόγεια ύδατα με εξασθενές χρώμιο, οι δε επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της κοινοτικής και της εθνικής νομοθεσίας. γ) Δεν έλεγξε κατά πόσον έχουν επιβληθεί και τηρούνται οι όροι των αδειών ούτε έλεγξε τις επιπτώσεις των απορρίψεων στα υπόγεια ύδατα. δ) Η εφαρμογή των μέτρων που λήφθηκαν δεν ήταν η αναγκαία και κατάλληλη με συνέπεια να έχουν οδηγήσει στην άμεση και έμμεση ρύπανση των υπόγειων υδάτων αντί να την αποτρέψουν. Συνεπώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, 4, 5, 7, 12, 13 και 18 της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ.

Για τους ίδιους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και στις οποίες έχουν επιβληθεί πρόστιμα παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία.

 

Παραβίαση της Οδηγίας 91/689/ΕΟΚ για τα επικίνδυνα απόβλητα[30] όπως τροποποιήθηκε, και της Οδηγίας 2006/12/ΕΚ για τα στερεά απόβλητα[31]

 

39. Το άρθρο 3 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ ορίζει ότι φορείς ή επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τη διάθεση των δικών τους αποβλήτων πρέπει να διαθέτουν άδεια από την αρμόδια αρχή η οποία να αφορά στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ που κωδικοποιεί την οδηγία 75/442ΕΟΚ για τα στερεά απόβλητα.

 

40. Το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ ορίζει ότι οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν, μεταξύ των άλλων και τη διάθεση των αποβλήτων τους υπόκεινται στους προσήκοντες ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές. Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι οι παραγωγοί επικινδύνων αποβλήτων πρέπει να τηρούν μητρώο στο οποίο πρέπει να σημειώνονται τα περιλαμβανόμενα στο άρθρο 14 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2006/12/ΕΚ.

 

41. Το άρθρο 5 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ, που έχει εν προκειμένω εφαρμογή, ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να δημιουργηθεί ολοκληρωμένο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων, που λαμβάνει υπόψη τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνολογίες που δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος. Σύμφωνα με το ΔΕΚ η σύσταση αυτού του δικτύου, σε συνδυασμό με τη σύνταξη σχεδίου διαχείρισης κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ, καθιστά δυνατή τη διάθεση των αποβλήτων σε κάποια από τις πλησιέστερες εγκαταστάσεις και αποτελεί ένα από τους στόχους της οδηγίας αυτής[32]. Περαιτέρω, το άρθρο 8 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου ο κάτοχος των αποβλήτων να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που διεξάγει τις εργασίες διάθεσης ή αξιοποίησης.

 

42. Το άρθρο 6 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές καταρτίζουν σχέδια για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, τα οποία και δημοσιεύουν.

 

43. Το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ προσδιορίζει τα συστατικά που καθιστούν τα απόβλητα επικίνδυνα όταν έχουν τα χαρακτηριστικά του Παραρτήματος ΙΙΙ. Το εξασθενές χρώμιο περιλαμβάνεται στα ως άνω συστατικά (C3) και δοθέντος ότι είναι καρκινογόνο[33] ανταποκρίνεται στο χαρακτηρισμό του Παραρτήματος ΙΙΙ (Η7). Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το Παράρτημα της Απόφασης της Επιτροπής αριθ. 2000/532, όπως τροποποιήθηκε με τις Αποφάσεις αριθ. 2001/118/ΕΚ, 2001/119/ΕΚ και 2001/573/ΕΚ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [Ευρωπαϊκός Κατάλογος Αποβλήτων].

 

44. Σύμφωνα με την Κοινοτική νομολογία μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ[34] δεν αναφέρει επακριβώς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για να εξασφαλίζεται ότι η διάθεση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον, δεσμεύει εν τούτοις τα κράτη μέλη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφήνοντάς τους παράλληλα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση τέτοιων μέτρων. Ωστόσο, η σημαντική επιδείνωση της κατάστασης του περιβάλλοντος επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς την παρέμβαση των αρμόδιων αρχών σημαίνει κατ’ αρχάς ότι το οικείο κράτος υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που του παρέχει η διάταξη αυτή[35]. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την Κοινοτική νομολογία, το άρθρο 4, παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ επιβάλλει, συμπληρωματικά, συγκεκριμένη υποχρέωση στα κράτη μέλη να λαμβάνουν επί πλέον τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης και της ανεξέλεγκτης διάθεσης των αποβλήτων[36]. Συνεπώς, η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία αποτελέσματος συνιστά επιτακτική υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται τόσο από το άρθρο 249(3) ΕΚ όσο και από την ίδια την οδηγία[37].

 

45. Από το σύνολο των προεκτεθέντων και με βάση το πραγματολογικό υλικό (ανωτέρω υπό στοιχεία Ι) προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και συγκεκριμένα: α) Δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες ώστε οι παραγωγοί αποβλήτων να εφοδιαστούν με τις απαιτούμενες άδειες σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. β) Δεν προέβη στους προσήκοντες ελέγχους των παραγωγών επικινδύνων αποβλήτων. γ) Δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να  δημιουργηθεί ολοκληρωμένο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων  και να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός για τη διαχείριση των αποβλήτων αναφορικά τόσο με τις κατηγορίες, την ποσότητα και την προέλευση των επικινδύνων αποβλήτων που θα πρέπει να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν όσο και με τον καθορισμό των κατάλληλων τοποθεσιών για τη διάθεση των επικινδύνων αποβλήτων. Περαιτέρω, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι κάτοχοι των αποβλήτων να τα παραδίδουν στους αρμόδιους φορείς ή επιχειρήσεις για τη διάθεση και την αξιοποίησή τους. δ) Αυτή η διοικητική πρακτική των παραπάνω παραλείψεων είναι πάγια και συνεχής και ως τέτοια συνιστά παραβίαση των αναφερόμενων στην παρούσα καταγγελία κοινοτικών διατάξεων[38]. Αυτές οι παραλείψεις ανατρέπουν το effet utile της οδηγίας, καθώς δεν έλαβε τα απαραίτητα ή επαρκή μέτρα για να επιτύχει το αποτέλεσμα που απαιτεί η οδηγία[39], δηλαδή να μην δημιουργείται κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον[40]. Συνεπώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1, 3, 4, 6 και 7 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ και από τα άρθρα 4, 5, 7, 8, 9, 10, 13 και 14 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ.

Για τους ίδιους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και στις οποίες έχουν επιβληθεί πρόστιμα παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία.

 

 Παραβίαση των άρθρων 249(3) ΕΚ και 10 ΕΚ και της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων[41]

 

46. Το άρθρο 249(3) ΕΚ προβλέπει ότι η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των οδηγιών που παραβιάστηκαν αφορά στην επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, όπως αυτό προκύπτει από το κείμενο των οδηγιών.

 

47. Το άρθρο 10 ΕΚ προβλέπει, μεταξύ των άλλων, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη.

 

48. Σύμφωνα με την Κοινοτική νομολογία, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249(3) ΕΚ και 10 ΕΚ, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξαλείφουν τις παράνομες συνέπειες της παραβίασης του Κοινοτικού δικαίου. Την υποχρέωση αυτή υπέχει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, κάθε όργανο του οικείου κράτους μέλους.[42]. Αυτό σημαίνει ότι υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παραπάνω παραβίαση[43].

 

49. Το άρθρο 3, παράγραφος 2 της  οδηγίας 2004/35/ΕΚ[44]  ορίζει ότι αυτή εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Στο Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας ορίζεται ότι σ’ αυτές τις δραστηριότητες υπάγεται και η απόρριψη ή διοχέτευση ρυπαντών σε επιφανειακά και υπόγεια ύδατα, για την οποία απαιτείται άδεια, εξουσιοδότηση ή καταχώρηση, σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

 

50. Το άρθρο 4, παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αποτελεί μια τέτοια αυστηρότερη διάταξη και σύμφωνα με τα παραπάνω τυγχάνει εφαρμογής. Κατά την ως άνω διάταξη και υπό τους όρους που προβλέπονται σ’ αυτή συνιστά a contrario παράβαση των απαιτήσεων της οδηγίας το γεγονός ότι δεν έχουν ληφθεί όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για την ευλόγως ταχύτερη αποκατάσταση του υδατικού συστήματος.

 

51. Από το σύνολο των προεκτεθέντων και με βάση το πραγματολογικό υλικό (ανωτέρω υπό στοιχεία Ι) προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και συγκεκριμένα: α) Δεν προέβη στη λήψη των αναγκαίων μέτρων ώστε να αποκατασταθεί η ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παραβίαση των οδηγιών. β) Δεν απαίτησε τη λήψη μέτρων αποκατάστασης από τους φορείς εκμετάλλευσης. γ) Δεν έλαβε όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για την ευλόγως ταχύτερη αποκατάσταση του υδατικού συστήματος. Συνεπώς παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 ΕΚ και 249(3) ΕΚ και το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Για τους ίδιους παραπάνω λόγους οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και στις οποίες έχουν επιβληθεί πρόστιμα παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την κοινοτική και εθνική νομοθεσία.

 

 

Β. Η ΟΔΗΓΙΑ 2004/35/ΕΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

 

α) Για την εφαρμογή ratione temporis της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη

 

52. Το άρθρο 19(1) της οδηγίας 2004/35 προβλέπει ότι η μεταφορά της στα εθνικά δίκαια θα συντελεστεί το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου 2007. Στο Π.Δ. υπ’ αριθ. 148/2009 (ΦΕΚ Α΄ 190/29-9-2009) προβλέπεται ότι η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή από τις 30 Σεπτεμβρίου 2009 (άρθρο 23). Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία του αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών, οι διατάξεις τους εφαρμόζονται άμεσα στις περιπτώσεις όπου παρήλθε ο χρόνος μεταφοράς τους, η δε υποχρέωση εφαρμογής τους ανήκει τόσο στη διοίκηση όσο και στα δικαστήρια. Επ’ αυτού υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[45] και πλήρης συμφωνία στη θεωρία[46].

 

53. Με βάση την παραπάνω (υπ’ αριθ. 52) επισήμανση οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι αιτούντες μπορούν να επικαλεστούν ευθέως τις διατάξεις της οδηγίας 2004/35 για το χρονικό διάστημα από την 1η Μαϊου 2007 μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2009. Μετά την τελευταία ημερομηνία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΠΔ 148/2009 υπό τον όρο βέβαια ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν προς τις ρυθμίσεις της οδηγίας ή είναι σε θέση να επιτύχουν το σκοπούμενο από την οδηγία αποτέλεσμα[47].

 

54. Σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19(1) της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη (άρθρο 19 ΠΔ 148/2009), η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ζημία που προκλήθηκε από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα που έλαβε χώρα πριν από την 30η Απριλίου 2007. Ομοίως δεν εφαρμόζεται σε ζημίες που προκλήθηκαν από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα που έλαβαν χώρα μετά από την 30η Απριλίου 2007 εφόσον οι ζημίες οφείλονται σε δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε και έληξε πριν από την ως άνω ημερομηνία.

 

55. Σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα που αναφέραμε παραπάνω (υπό στοιχ. Ι) οι δραστηριότητες που προκάλεσαν ζημία συνεχίζουν να λειτουργούν και μετά την 30η Απριλίου 2007. Επομένως στις παλαιότερες ζημίες προστίθενται και οι νέες έτσι ώστε να γίνεται λόγος για σωρευτικές ζημίες που υπάγονται στο καθεστώς της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη. Με άλλες λέξεις, οι σωρευτικές ζημίες προκλήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος πριν από την 29η Απριλίου 2007 αλλά νέες ζημίες προστέθηκαν έκτοτε. Κατόπιν αυτών και σε συνδυασμό με το άρθρο 17 πρώτη περίοδος της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη σε περίπτωση σωρευτικών ζημιών, αυτή εφαρμόζεται για το μέρος της ζημίας που επήλθε ή πρόκειται να επέλθει μετά την 30η Απριλίου 2007[48].

 

56. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση του άρθρου 17 της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη αποσκοπεί στο να αποκλειστεί οποιαδήποτε αναδρομική εφαρμογή της, υπηρετώντας την αρχή της ασφάλειας των διαμορφωθεισών νομικών καταστάσεων αν και θα μπορούσε να προβλέψει διαφορετικά[49]. Ωστόσο, ένας νέος κανόνας μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα για μελλοντικά γεγονότα μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό το καθεστώς παλαιότερων κανόνων δικαίου[50]. Έτσι, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί μέχρι του σημείου να εμποδίζει γενικά την εφαρμογή ενός νέου κανόνα δικαίου για μελλοντικά γεγονότα καταστάσεων που υπήρξαν προγενέστερα[51].

 

57. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη εφαρμόζεται όταν μια συνεχιζόμενη δραστηριότητα προκαλεί νέες ζημίες. Αυτή η προσέγγιση επιβάλλεται και για το λόγο ότι θεσπίζεται υποχρέωση για λήψη μέτρων πρόληψης (άρθρο 5). Έτσι, πέρα από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η εν λόγω διάταξη συγκεκριμενοποιεί δύο άλλες αρχές του ενωσιακού δικαίου του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο άρθρο 174(2) ΣΕΚ (ήδη Άρθρο 191(2) Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΛΕΕ]): της προληπτικής δράσης και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή. Συνεπώς, εάν μια δραστηριότητα η οποία προκαλεί ζημίες ξεκίνησε τη λειτουργία της πριν από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη και συνεχίζει αδιαλλείπτως, έχει υποχρέωση να σεβαστεί την αρχή της πρόληψης και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής και μετά την 30η Απριλίου 2007[52].

 

58. Ο σεβασμός της αρχής της πρόληψης επιβάλλει ώστε, στις περιπτώσεις που δεν έγινε κατορθωτό να προληφθεί η ζημία με αποτέλεσμα αυτή να επέλθει, να υπάρχει υποχρέωση αποκατάστασής της. Κατά συνέπεια, η ζημία που προκλήθηκε μετά την 30η Απριλίου 2007 από δραστηριότητα που προϋπήρχε και συνεχίζει να λειτουργεί πρέπει να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη. Περαιτέρω, το γεγονός ότι πρόκειται για σωρευτικές ζημίες σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιες από αυτές επήλθαν πριν και ποιες μετά την 30η Απριλίου 2007. Ωστόσο, το πρόβλημα των σωρευτικών ζημιών δεν είναι καινούργιο καθώς το έχει αντιμετωπίσει ήδη επιτυχώς το παραδοσιακό δίκαιο της αποζημίωσης. Αυτό αντανακλάται στη ρύθμιση του άρθρου 12 του ΠΔ 148/2009 και εφαρμόζεται αναλογικά και για τους ρυπαίνοντες που δεν εμπίπτουν στην οδηγία ως παραγωγοί παλαιών ζημιών αλλά εμπίπτουν σ’ αυτή ως παραγωγοί νέων ζημιών[53]. Άλλωστε, και σε κάθε περίπτωση, στόχος της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη είναι να αποτρέψει του λοιπού μια δραστηριότητα να προκαλέσει ζημίες στο μέλλον.

 

59. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην περίπτωση της ρύπανσης του εδάφους και των (επιφανειακών και υπόγειων) νερών της περιοχής του Ασωπού ποταμού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη δεδομένου ότι οι φορείς εκμετάλλευσης της περιοχής που προκάλεσαν τη ρύπανση αυτή συνεχίζουν να το πράττουν και σήμερα όπως αυτό αποδεικνύεται από τις επιστημονικές εκθέσεις που ήδη μνημονεύσαμε (υπό στοιχ. Ι).

 

β) Για την εφαρμογή ratione materiae της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη

 

60. Ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιες επιχειρήσεις –οι φορείς εκμετάλλευσης κατά την ορολογία της νομοθεσίας- προκάλεσαν ή πρόκειται να προκαλέσουν ζημία στο περιβάλλον. Στο άρθρο 4, παράγραφος 5 της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη προβλέπεται ότι η τελευταία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ρύπανσης διάχυτου χαρακτήρα μόνο αν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των δραστηριοτήτων μεμονωμένων φορέων εκμετάλλευσης. Ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη να αποδειχθεί μια τέτοια αιτιώδης συνάφεια στην περίπτωση της ρύπανσης διάχυτου χαρακτήρα.

 

61. Εν όψει της παραπάνω επισήμανσης, πρέπει να ερμηνευτεί περιοριστικά η προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 3(1) της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη ότι δηλαδή η ζημία συνδέεται αιτιωδώς με μια επαγγελματική γραστηριότητα. Παράλληλα η οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη προβλέπει την αναζήτηση των αιτίων της ζημίας. Στο άρθρο 11(2) προβλέπεται ότι είναι καθήκον των αρμόδιων αρχών να εντοπίσουν τον φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε τη ζημία ή την επικείμενη απειλή ζημίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 5(4), 6(3) και 8(2) δεύτερη περίοδος επιτρέπεται να ληφθούν μέτρα πρόληψης ή/και αποκατάστασης όταν δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο φορέας εκμετάλλευσης που προκάλεσε τη ζημία ή την επικείμενη απειλή ζημίας. Οι παραπάνω διατάξεις θα ήταν κενές περιεχομένου αν η οδηγία δεν εφαρμόζονταν στις περιπτώσεις όπου δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια[54].

 

62. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σύμφωνα με την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη, η πρώτη προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η απόδειξη σύνδεσης της ζημίας με μια επαγγελματική δραστηριότητα. Αυτό όμως δεν αποκλείει να εφαρμοστούν και άλλες διατάξεις της οδηγίας παρά το ότι δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι συγκεκριμένες ζημίες οφείλονται σε μια επαγγελματική δραστηριότητα[55].

 

63. Σύμφωνα με την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη (άρθρα 5(3)(β)(γ) και 6(2)(β)(γ)) η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει προληπτικά μέτρα ή να αναλάβει δράση αποκατάστασης. Επί πλέον, η αρχή υποχρεούται –χωρις να έχει διακριτική ευχέρεια- να απαιτήσει από το φορέα εκμετάλλευσης να λάβει όλα τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα αποκατάστασης (άρθρα 5(4) και 6(3)). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 8(3) και 9(3) του ΠΔ 148/2009 -και σε αντίθεση με την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη- η αρχή υποχρεούται να λαμβάνει η ίδια προληπτικά ή μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, ή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ή δεν υποχρεούται να αναλάβει τις σχετικές δαπάνες.

 

64. Ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη ο φορέας εκμετάλλευσης έχει πάντοτε την υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα πρόληψης, να αποκαθιστά τις ζημίες όταν επέλθουν και να πληροφορεί τις αρμόδιες αρχές (άρθρα 5-7). Ωστόσο δεν υποχρεούται ο φορέας εκμετάλλευσης να επωμιστεί το κόστος των δράσεων πρόληψης ή/και αποκατάστασης στις περιπτώσεις όπου η περιβαλλοντική ζημία ή η επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας προκλήθηκε από τρίτο ή οφείλεται σε συμμόρφωση προς υποχρεωτική διαταγή ή εντολή δημόσας αρχής.

 

65. Περαιτέρω, δεν υποχρεούται ο φορέας εκμετάλλευσης να αναλάβει το κόστος των μέτρων αποκατάστασης –αυτό δεν ισχύει για τα μέτρα πρόληψης για τα οποία αναλαμβάνει πάντοτε το κόστος υπό την επιφύλαξη των ως άνω (υπ’ αριθ. 64) περιπτώσεων- εάν α) η ζημία προκλήθηκε από επαγγελματική δραστηριότητα που διαθέτει την απαιτούμενη άδεια και ενεργούσε σύμφωνα με τους όρους της και β) δεν μπορούσε να προβλεφθεί σύμφωνα με την κατάσταση των επιστημονικών γνώσεων κατά το χρόνο πρόκλησής της.

 

66. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός από τις αρμόδιες αρχές, την ευθύνη  για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης όπως επίσης την ευθύνη για την ανάληψη του κόστους των ως άνω μέτρων έχουν–προεχόντως- οι φορείς εκμετάλλευσης της περιοχής. Ειδικότερα, αφορά στους φορείς εκμετάλλευσης που υπάγονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας και του ΠΔ και στους φορείς εκμετάλλευσης στους οποίους επιβλήθηκαν πρόστιμα λόγω μη τήρησης των όρων ΑΕΠΟ ή λόγω μη ύπαρξης αδείας ή η άδειά τους δεν είναι σύμφωνη με την ενωσιακή και εθνιή νομοθεσία.

 

67. Ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη, το κόστος της λήψης των κατάλληλων μέτρων αποκατάστασης του περιβάλλοντος της περιοχής από ζημία που προκλήθηκε εξ αιτίας της παράνομης διαχείρισης των αποβλήτων μπορεί να αναζητηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/12/ΕΚ για τα απόβλητα[56]. Αυτό προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΚ σύμφωνα με την οποία η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» επιβάλλει ώστε το κόστος της απορρύπανσης του εδάφους ή των νερών να επωμίζεται ο κάτοχος των αποβλήτων ή οι προηγούμενοι κάτοχοι ή οι παραγωγοί προϊόντων από τα οποία προήλθαν τα απόβλητα[57].

 

68. Με βάση τα παραπάνω (υπ’ αριθ. 67) και υπό το φως των πραγματικών δεδομένων έτσι όπως εκτέθηκαν (ανωτέρω υπό στοιχ. Ι) οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα, για την πρόληψη και αποκατάσταση του εδάφους και των νερών που ρυπάνθηκαν από τα απόβλητα που παρήγαγαν και απέρριψαν στο περιβάλλον παράνομα.

 

ΙΙΙ. ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

 

α) Μέτρα πρόληψης

 

69.  Τα μέτρα πρόληψης δεν προσδιορίζονται στην οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη, προβλέπεται απλώς ότι ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει αμελλητί τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα. Ο όρος «απαραίτητα» υποδηλώνει ότι για την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων αποκλειστικός γνώμονας είναι η αναγκαιότητα επιβολής τους ανεξαρτήτως του κόστους τους. Με βάση τα πραγματολογικά δεδομένα και το αναφερόμενο παραπάνω θεσμικό πλαίσιο, τέτοια μέτρα –εντελώς ενδεικτικά- είναι:

-Άμεση θεσμοθέτηση Μητρώου των δραστηριοποιούμενων στην περιοχή επιχειρήσεων.

- Θέσπιση κανονιστικής διάταξης με την οποία θα είναι υποχρεωμένες όλες οι επιχειρήσεις της περιοχής να ακολουθήσουν εξ υπαρχής την πλήρη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έτσι, ώστε να λαμβάνονται υπόψη –μεταξύ των άλλων- η σωρευτική δράση των επιπτώσεων στο νερό, στο έδαφος και στον αέρα.

- Έλεγχος για το κατά πόσο εφαρμόζονται οι Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές από τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της ρύπανσης. Ο έλεγχος να ανατεθεί στο ΤΕΕ.

- Παντελής απαγόρευση οποιασδήποτε ανεξέλεγκτης διάθεσης υγρών ή άλλων αποβλήτων στο έδαφος, στο υπέδαφος και στον Ασωπό ποταμό. Θέσπιση διάταξης με την οποία η παραβίαση της απαγόρευσης θα επιφέρει τη σφράγιση των εγκαταστάσεων της επιχείρησης.

-   Εντός ενός έτους ολοκλήρωση της διαχείρισης των επικινδύνων αποβλήτων σύμφωνα με την ΚΥΑ ΗΠ 13588/725/06. Κατά το μεσοδιάστημα, η συλλογή, μεταφορά και τελική διάθεση των επικινδύνων αποβλήτων θα διενεργείται από εταιρίες που κατέχουν νόμιμη άδεια.

-Άμεση κατάρτιση Προγράμματος Μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 12 ΠΔ 51/07 για τα νερά, μεταξύ των οποίων θα περιλαμβάνονται μέτρα για σημειακές πηγές απορρίψεων, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν ρύπανση.

-Άμεσος καθορισμός με Προεδρικό Διάταγμα της παρόχθιας ζώνης του Ασωπού και των ζωνών στις οποίες θα επιτρέπεται η εγκατάσταση επιχειρήσεων στα πρότυπα του Κηφισού ποταμού.

-Θέσπιση Φορέα Διαχείρισης Ασωπού ποταμού και της παρασώπιας περιοχής με ευρείες αρμοδιότητες παρεμβάσεων και ελέγχου των δραστηριοτήτων.

 

β) Μέτρα αποκατάστασης

 

70. Η οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη κατηγοριοποιεί τα μέτρα αποκατάστασης σε μέτρα επείγουσας ανάγκης (άρθρο 6(1)(α)) και σε μέτρα μακράς διάρκειας (άρθρο 7 και Παράρτημα ΙΙ). Για το έδαφος υπάρχει ένας τύπος μέτρου μακράς διάρκειας (Παράρτημα ΙΙ2) για δε τα νερά (όπως και για τους προστατευόμενους οικότοπους και τα προστατευόμενα είδη) προβλέπονται τρεις τύποι τέτοιων μέτρων (Παράρτημα ΙΙ1).

 

71. Αναφορικά με τα μακράς διάρκειας μέτρα για το έδαφος, ως ένα βαθμό αλλοεπικαλύπτονται με τα επείγοντα μέτρα. Αυτό προκύπτει από την αναφορά που γίνεται στο Παράρτημα ΙΙ2 ότι οι συγκεκριμένοι ρύποι απομακρύνονται, ελέγχονται, περιορίζονται ή μειώνονται και που είναι ίδια με εκείνη του άρθρου 6(1)(α) για τα επείγοντα μέτρα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με τα νερά και τους οικότοπους, δεν υπάρχει κοινοτική νομοθεσία για την προστασία του εδάφους παρά μόνο η Πρόταση Οδηγίας του 2006[58]. Επομένως, προς το παρόν η οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο[59].

 

72. Τα μέτρα αποκατάστασης των νερών (όπως επίσης των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών) είναι πιο εκτεταμένα και είναι τριών τύπων: μέτρα που αποσκοπούν στην «πρωτογενή αποκατάσταση», μέτρα που αποσκοπούν στη «συμπληρωματική αποκατάσταση» και δράσεις για «αντισταθμιστική αποκατάσταση».

 

73. Για τα μακράς διάρκειας μέτρα αποκατάστασης οι προβλέψεις της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη είναι πιο λεπτομερείς. Συγκεκριμένα, η οδηγία απαιτεί: α) ο φορέας εκμετάλλευσης να καθορίζει πιθανά μέτρα και να τα υποβάλει στην αρμόδια αρχή (αρθρο 7(1)), β) η αρχή να αποφασίζει ποια μέτρα εφαρμόζονται, ο δε φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται σε συνεργασία (άρθρο 7(2)). Περαιτέρω, η αρμόδια αρχή καλεί ΜΚΟ και άλλα νομικά πρόσωπα να υποβάλουν σχόλια για τα ενδεικνυόμενα μέτρα (άρθρο 7(4)).

 

74. Ζημία του εδάφους σύμφωνα με το άρθρο 2(1)(γ) της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη είναι οιαδήποτε ρύπανση του εδάφους η οποία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία............ Επειδή δεν είναι δυνατή η πλήρης και οριστική απόδειξη των αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου από την έκθεσή του σε ρυπασμένο περιβάλλον (εν προκειμένω το έδαφος) έχει εφαρμογή η αρχή της προφύλαξης[60].

 

75. Στη Διακήρυξη του Ρίο (1992)[61]  η αρχή της προφύλαξης ορίζεται ως εξής: «Αποσκοπώντας στην προστασία του περιβάλλοντος, η προφυλακτική προσέγγιση θα εφαρμοστεί ευρέως από τα Κράτη ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Όταν  υπάρχουν απειλές σοβαρής ή ανεπανόρθωτης ζημίας, η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιηθεί σαν λόγος για την αναβολή λήψης αποδοτικών μέτρων που προλαμβάνουν τη περιβαλλοντική υποβάθμιση[62]». Στο κοινοτικό δίκαιο δεν υφίσταται ορισμός είτε θετικός είτε αρνητικός[63], πλην όμως η εν λόγω αρχή συνδέεται άμεσα με την υποχρέωση λήψης μέτρων, τόσο από τα όργανα της Κοινότητας όσο και από τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από την Ανακοίνωση της Επιτροπής[64], από τη Δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου[65] και από την Κοινοτική νομολογία[66]. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης είναι να οριστεί το κατώφλι, πέρα από το οποίο μία δραστηριότητα, ένα προϊόν ή μία ουσία θεωρείται ότι ενδεχομένως έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή στο περιβάλλον[67]. Η κοινά αποδεκτή άποψη είναι ότι πρέπει να υπάρχει μια αξιόπιστη επιστημονική πληροφορία, έστω και μειοψηφούσα στην επιστημονική κοινότητα, με βάση την οποία να εικάζεται η ύπαρξη κινδύνου. Με άλλες λέξεις, να υπάρχει εύλογος κίνδυνος έστω και μη δυνάμενος να ποσοτικοποιηθεί και όχι μια καθαρά διανοητική κατασκευή[68].

 

76. Επειδή η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης δεν αφορά μόνο τις δημόσιες αρχές αλλά και τους ιδιώτες. Πρόκειται για δεσμευτικό κανόνα δικαίου ο οποίος  υποχρεώνει σε λήψη μέτρων όταν επαπειλούνται σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία η/και το περιβάλλον έστω και αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις πιθανότητες αυτών των κινδύνων, θεσπίζεται δηλαδή ένα τεκμήριο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας[69]. Η νομολογία των δικαστηρίων υιοθετεί παγίως  αυτή την άποψη, τόσο στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων όσο και στο στάδιο της κύριας δίκης.

 

77. Με βάση τα πραγματολογικά δεδομένα και το αναφερόμενο παραπάνω θεσμικό πλαίσιο, τέτοια μέτρα –εντελώς ενδεικτικά- είναι:

 

για την αποκατάσταση της ρύπανσης του εδάφους

 

-Δημιουργία μηχανισμού χρηματοδότησης της αποκατάστασης της ρύπανσης της περιοχής (εδάφους και νερών).

-Επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία των κατοίκων της περιοχής  από το ρυπασμένο έδαφος σύμφωνα με αναγνωρισμένη και κοινά αποδεκτή μεθοδολογία.

-Με βάση τα πορίσματα της παραπάνω αξιολόγησης να ληφθούν μέτρα με τα οποία θα εξασφαλίζεται ότι οι συγκεκριμένοι ρύποι απομακρύνονται, ελέγχονται, περιορίζονται ή μειώνονται έτσι ώστε να μην δημιουργεί πλέον σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Η επιλογή των μέτρων (απομάκρυνση, έλεγχος, περιορισμός ή μείωση) θα είναι σε συνάρτηση με τα πορίσματα της αξιολόγησης και των τεχνικών-επιστημονικών δυνατοτήτων χωρίς υπολογισμό κόστους.

-Καθορισμός διαδικασιών συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία αποκατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/35/ΕΚ για τη συμμετοχή του κοινού και προσδιορισμός των ιδιοκτησιών της περιοχής.

 

Για την αποκατάσταση της ζημίας των υδάτων

 

-Λήψη μέτρων επείγοντος χαρακτήρα για τον άμεσο έλεγχο, περιορισμό ή απομάκρυνση των ρύπων, κυρίως των βαρέων μετάλλων, ώστε να περιοριστεί ή να προληφθεί η περαιτέρω περιβαλλοντική ζημία.

-Επιστημονική αξιολόγηση της ζημίας των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της περιοχής.

-Λήψη μέτρων «πρωτογενούς αποκατάστασης» ώστε να επανέλθει η οικολογική κατάσταση των υδάτων στην αρχική τους κατάσταση.

-Λήψη μέτρων «συμπληρωματικής αποκατάστασης» στην περίπτωση αδυναμίας επαναφοράς της οικολογικής κατάστασης των υδάτων στην αρχική τους κατάσταση. Τα μέτρα αυτά πρέπει να αποσκοπούν στην παροχή πόρων ή/και υπηρεσιών παρεμφερούς επιπέδου με εκείνους που θα παρείχοντο εάν η περιοχή μας που  υπέστη τη βλάβη είχε επανέλθει στην αρχική της κατάσταση.

-Λήψη μέτρων «αντισταθμιστικής αποκατάστασης» για την αντιμετώπιση των προσωρινών απωλειών. Οι τελευταίες λαμβάνουν χώρα στο μεσοδιάστημα μεταξύ του χρόνου επέλευσης της ζημίας και του χρόνου της αποκατάστασης. Τα μέτρα αυτά εκτελούνται παράλληλα με τα ως άνω μέτρα πρωτογενούς ή/και συμπληρωματικής αποκατάστασης.

-Αξιολόγηση των επιλογών αποκατάστασης με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και σύμφωνα με τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙ. 1.3.1. της οδηγίας 2004/35/ΕΚ.

-Καθορισμός διαδικασιών συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία αποκατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/35/ΕΚ για τη συμμετοχή του κοινού και προσδιορισμός των ιδιοκτησιών της περιοχής.

 

78. Επειδή έχουμε έννομο συμφέρον στην άσκηση της παρούσας αίτησης σύμφωνα με το αρθρο 75 Ν. 3463/2006. Η παρούσα αίτηση συνοδεύεται και από τις αναγκαίες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες που τεκμηριώνουν πλήρως τους ισχυρισμούς μας και συγκεκριμένα τα προαναφερόμανα έγγραφα: α) ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, «Η παρουσία των βαρέων τοξικών μετάλλων As, Hg, Pb, Cd, Cr3+ –Cr6+ στα επιφανειακά, υπόγεια και πόσιμα νερά της Ελλάδας», Αθήνα, Ιούλιος 2009, β) ΤΜΗΜΑ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, «Παρουσία μετάλλων και μεταλλοειδών  As, Hg, Pb, Cd, Cr3+ –Cr6+ στα τρόφιμα της Ελλάδας», Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009,  γ) ΙΓΜΕ, «Αναγνωριστική υδρογεωλογική-υδροχημική έρευνα ποιοτικής επιβάρυνσης των υπόγειων νερών της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης του Ασωπού Ν. Βοιωτίας», Αθήνα, Φεβρουάριος 2008, δ) ΤΕΕ,  “Το πρόβλημα του Ασωπού ποταμού-Προτάσεις αντιμετώπισής του», Αθήνα, Ιούλιος 2009, ε) ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, Έκθεση Ελέγχου, Αθήνα, Μάρτιος 2008, στ) ΈΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ, Τεχνική έκθεση για την επικινδυνότητα παρουσίας Cr (VI) στο πόσιμο νερό Δήμου Οινοφύτων.

 

ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

 

Και με την επιφύλαξη κάθε εννόμου συμφέροντός μας

 

ΖΗΤΟΥΜΕ

 

Να κινήσετε την προβλεπόμενη με βάση το ΠΔ 148/2009 διαδικασία για τη λήψη των ως άνω αναφερόμενων (υπό στοιχείο ΙΙΙ) μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης είτε από τους φορείς εκμετάλλευσης της περιοχής είτε από την αρμόδια αρχή είτε και από τους δύο.

 

            ΟΙΝΟΦΥΤΑ 14 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2010

 

Ο ΑΙΤΩΝ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΟΙΝΟΦΥΤΩΝ

 

 

 

ΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

 

 

Επειδή σύμφωνα με την Οδηγία για την Περιβαλλοντική Ευθύνη (ΟΠΕ) η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος υποχρεώσεων τόσο σε ό,τι αφορά στην πρόληψη όσο και σε ό,τι αφορά στην αποκατάσταση[70]. Ειδικότερα, έχει την υποχρέωση του εντοπισμού της ζημίας[71], της εκτίμησης της σοβαρότητας της ζημίας[72] και του καθορισμού των μέτρων αποκατάστασης[73]. Ομοίως, έχει την υποχρέωση να απαιτήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει προληπτικά μέτρα[74] και τη δυνατότητα να τα λαμβάνει η ίδια[75]. Περαιτέρω, έχει τη δυνατότητα να δώσει εντολές στον φορέα εκμετάλλευσης για τα αναγκαία μέτρα αποκατάστασης που πρέπει να ληφθούν[76], να απαιτήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναγκαία μέτρα αποκατάστασης[77] ή στην περίπτωση που αυτό δεν γίνει να τα λάβει η ίδια[78]. Τέλος, διαθέτει άλλες αρμοδιότητες (π.χ. να απαιτήσει παροχή πληροφοριών από τον φορέα εκμετάλλευσης)[79] όπως επίσης την υποχρέωση να αιτιολογεί δεόντως τις αποφάσεις που λαμβάνει δυνάμει της ΟΠΕ[80].

 

 Επειδή σύμφωνα με το ΠΔ 148/2009 η αρμόδια αρχή υποχρεούται να λαμβάνει η ίδια προληπτικά μέτρα ή μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, ή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ή δεν υποχρεούται να αναλάβει τις σχετικές δαπάνες[81].

 

Επειδή το άρθρο 19(1) της ΟΠΕ προβλέπει ότι η μεταφορά της στα εθνικά δίκαια θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου 2007. Στο άρθρο 23 του Π.Δ. 148/2009[82] προβλέπεται ότι η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30 Σεπτεμβρίου 2009. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία του αμέσου αποτελέσματος των οδηγιών, οι διατάξεις τους εφαρμόζονται άμεσα στις περιπτώσεις όπου παρήλθε ο χρόνος μεταφοράς τους, η δε υποχρέωση εφαρμογής τους ανήκει τόσο στη διοίκηση όσο και στα δικαστήρια. Επ’ αυτού υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ)[83] και πλήρης συμφωνία στη θεωρία[84]. Κατά συνέπεια μπορεί κάποιος να επικαλεστεί ευθέως τις διατάξεις της ΟΠΕ για το χρονικό διάστημα από την 1η Μαϊου 2007 μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2009. Μετά την τελευταία ημερομηνία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΠΔ 148/2009 υπό τον όρο βέβαια ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν προς τις ρυθμίσεις της οδηγίας ή είναι σε θέση να επιτύχουν το σκοπούμενο από αυτήν αποτέλεσμα[85].

 

 Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19(1) της ΟΠΕ (άρθρο 19 ΠΔ 148/2009), η τελευταία δεν εφαρμόζεται σε ζημία που προκλήθηκε από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα που έλαβε χώρα πριν από την 30η Απριλίου 2007. Ομοίως δεν εφαρμόζεται σε ζημίες που προκλήθηκαν από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα που έλαβαν χώρα μετά από την 30η Απριλίου 2007 εφόσον οι ζημίες οφείλονται σε δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε και έληξε πριν από την ως άνω ημερομηνία. Όπως υπογραμμίζει το ΔΕΕ «από τη στιγμή που ορίστηκαν κατά τρόπο αρνητικό οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας αυτής, συνάγεται ότι κάθε άλλη περίπτωση κατ’ αρχήν υπάγεται, από απόψεως χρόνου, στο σύστημα περιβαλλοντικής ευθύνης που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία.»[86]

 

 Επειδή σύμφωνα με τα παραπάνω, οι φορείς εκμετάλλευσης που προκάλεσαν ζημία πριν από την 30η Απριλίου 2007 και συνεχίζουν να λειτουργούν και μετά την 30η Απριλίου 2007, η δε ζημία που προκαλούν οφείλεται σε δραστηριότητά τους που αναπτύχθηκε και ολοκληρώθηκε μετά την εν λόγω ημερομηνία, υπάγονται στις ρυθμίσεις της ΟΠΕ[87]. Με άλλες λέξεις, στις παλαιότερες ζημίες προστίθενται και οι νέες έτσι ώστε να γίνεται λόγος για σωρευτικές ζημίες που υπάγονται στο καθεστώς της ΟΠΕ. Κατόπιν αυτών και σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 17 της ΟΠΕ σε περίπτωση σωρευτικών ζημιών, αυτή εφαρμόζεται για το μέρος της ζημίας που επήλθε ή πρόκειται να επέλθει μετά την 30η Απριλίου 2007[88]. Όπως, άλλωστε, τονίζει το ΔΕΕ «η οδηγία εφαρμόζεται σε ζημίες προκληθείσες από εκπομπή, γεγονός ή ατύχημα που έλαβε χώρα μετά την 30η Απριλίου 2007, εφόσον οι ζημίες αυτές οφείλονται είτε σε δραστηριότητες αναπτυχθείσες μετά την ημερομηνία αυτή είτε σε δραστηριότητες οι οποίες αναπτύχθηκαν μεν αλλά δεν ολοκληρώθηκαν προ αυτής.»[89]

 

 Επειδή είναι προφανές ότι η ρύθμιση του άρθρου 17 της ΟΠΕ αποσκοπεί στο να αποκλειστεί οποιαδήποτε αναδρομική εφαρμογή της, υπηρετώντας την αρχή της ασφάλειας των διαμορφωθεισών νομικών καταστάσεων αν και θα μπορούσε να είχε προβλέψει διαφορετικά[90]. Ωστόσο, ένας νέος κανόνας μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα για μελλοντικά γεγονότα μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό το καθεστώς παλαιότερων κανόνων δικαίου[91]. Έτσι, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να επεκταθεί μέχρι του σημείου να εμποδίζει γενικά την εφαρμογή ενός νέου κανόνα δικαίου για μελλοντικά γεγονότα καταστάσεων που υπήρξαν προγενέστερα[92]. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η ΟΠΕ εφαρμόζεται όταν μια δραστηριότητα ξεκίνησε πριν από την 30η Απριλίου 2007 συνεχίζεται μετά την ως άνω ημερομηνία και προκαλεί νέες ζημίες.

 

 Επειδή η ανωτέρω προσέγγιση επιβάλλεται και για το λόγο ότι θεσπίζεται υποχρέωση για λήψη μέτρων πρόληψης[93]. Έτσι, πέρα από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το άρθρο 5 της ΟΠΕ συγκεκριμενοποιεί δύο άλλες αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο άρθρο 174(2) ΣΕΚ (ήδη Άρθρο 191(2) ΣΛΕΕ): της προληπτικής δράσης και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή. Συνεπώς, εάν μια δραστηριότητα η οποία προκαλεί ζημίες, είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της πριν από τη θέση σε ισχύ της ΟΠΕ και συνεχίζει αδιαλλείπτως, έχει υποχρέωση να σεβαστεί την αρχή της πρόληψης και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής και μετά την 30η Απριλίου 2007[94].

 

 Επειδή ο σεβασμός της αρχής της πρόληψης επιβάλλει ώστε, στις περιπτώσεις που δεν έγινε κατορθωτό να προληφθεί η ζημία με αποτέλεσμα αυτή να επέλθει, να υπάρχει υποχρέωση αποκατάστασής της. Κατά συνέπεια, οδηγούμαστε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα ότι δηλαδή η ζημία που προκλήθηκε μετά την 30η Απριλίου 2007 από δραστηριότητα που προϋπήρχε και συνεχίζει να λειτουργεί πρέπει να αποκατασταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ΟΠΕ. Περαιτέρω, το γεγονός ότι πρόκειται για σωρευτικές ζημίες σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κάποιος ποιες από αυτές επήλθαν πριν και ποιες μετά την 30η Απριλίου 2007. Ωστόσο, το πρόβλημα των σωρευτικών ζημιών δεν είναι καινοφανές καθώς το έχει αντιμετωπίσει ήδη επιτυχώς το δίκαιο της αποζημίωσης. Αυτό αντανακλάται στη ρύθμιση του άρθρου 12 του Π.Δ. 148/2009 και εφαρμόζεται αναλογικά και για τους ρυπαίνοντες που δεν εμπίπτουν στην οδηγία ως παραγωγοί παλαιών ζημιών αλλά εμπίπτουν σ’ αυτή ως παραγωγοί νέων ζημιών[95]. Άλλωστε, και σε κάθε περίπτωση, στόχος της ΟΠΕ είναι να αποτρέψει του λοιπού μια δραστηριότητα να προκαλέσει ζημίες στο μέλλον. Τέλος, εάν δεν υπάρχουν οι ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής της ΟΠΕ «τότε η κατάσταση θα εξετασθεί υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, τηρουμένων των κανόνων της Συνθήκης και με την επιφύλαξη λοιπών πράξεων του παραγώγου δικαίου.»[96]

 

ΙΙΙ. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

 

Επειδή, παρήλθαν τρεις μήνες από την κατάθεση της αίτησης στην ΕΥΕΠ χωρίς η εν λόγω υπηρεσία να προβεί στις οφειλόμενες νόμιμες ενέργειες δηλαδή στη λήψη μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης του εδάφους και των υδάτων της περιοχής του Ασωπού ποταμού.

 

 

Επειδή η υπό κρίση αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και παραδεκτή, ασκείται νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, έχουμε δε έννομο συμφέρον για την άσκηση της.

Επειδή οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης είναι νόμιμοι, παραδεκτοί και βάσιμοι, επιφυλασσόμαστε δε για την κατάθεση προσθέτων λόγων εντός της νόμιμης προθεσμίας και

 

ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

 

Και με την επιφύλαξη κάθε εννόμου συμφέροντός μας

 

ΖΗΤΟΥΜΕ

 

  Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακύρωσης.    

 Να ακυρώσετε για τους ως άνω προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης την παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας που συνίσταται στη μη λήψη μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας της περιοχής μας.

Και να καταδικάσετε τον αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη.

 

Αθήνα, 25 Μαϊου 2010

 

Ο Πληρεξούσιος δικηγόρος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ., Δελτίο Τύπου του ΥΠΕΧΩΔΕ της 7ης Νοεμβρίου 2007.

[2] US EPA (1998 και 2008), Toxicological Review of Hexavalent Chromium (διαθέσιμο στο http://www.epa.gov/iriswebp/iris/toxreviews/0144-tr.pdf).

Επίσης βλ., Κανονισμό REACH/1907/2006/ΕΚ της 18-12-2006 καθώς και

http://www.scientificamerican.com/article.cfm?id=chromium-water-cancer  

[3]  National Institutes of Health (2007), Hexavalent Chromium in Drinking Water Causes Cancer in Lab Animals.  Διαθέσιμο  στο

 http://www.nih.gov/news/pr/may2007/niehs-16.htm ).

[4] US EPA, Technical Factsheet on: NICKEL.

[5] Βλ. Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 15ης Οκτωβρίου 2009, σελ. 14-15.

[6] Υπόθεση C-286/08 Επιτροπή κατά Ελλάδος (απόφαση της 10/9/2009)

[7] ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, «Η παρουσία των βαρέων τοξικών μετάλλων As, Hg, Pb, Cd, Cr3+ –Cr6+ στα επιφανειακά, υπόγεια και πόσιμα νερά της Ελλάδας», Αθήνα, Ιούλιος 2009.

[8] Ibid., σ. Ι-48.

[9] Ibid., σ. Ι-49.

[10] Ibid., σ. Ι-49.

[11] ΤΜΗΜΑ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, «Παρουσία μετάλλων και μεταλλοειδών  As, Hg, Pb, Cd, Cr3+ –Cr6+ στα τρόφιμα της Ελλάδας», Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009.

[12] Ibid., σ. ΙΙ-6.

[13] Ibid., σ. ΙΙ-6.

[14] ΙΓΜΕ, «Αναγνωριστική υδρογεωλογική-υδροχημική έρευνα ποιοτικής επιβάρυνσης των υπόγειων νερών της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης του Ασωπού Ν. Βοιωτίας», Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.

[15] ΤΕΕ,  “Το πρόβλημα του Ασωπού ποταμού-Προτάσεις αντιμετώπισής του», Αθήνα, Ιούλιος 2009.

[16] Ibid., σ. 28.

 

[17] ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, Έκθεση Ελέγχου, Αθήνα, Μάρτιος 2008.

[18] Ibid., σ. 27 επ.

[19] Υπόθεση C-286/08 Επιτροπή κατά Ελλάδος (απόφαση της 10/9/2009).

[20] EE L 103 της 25.4.1979, σ. 1. Μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με την ΥΑ 414985/1985 (ΦΕΚ Β’ 757/1985).

[21] Υπόθεση C-355/90 Επιτροπή κατά Ισπανίας [1993] Συλλ Ι-4221, παρ. 26.

[22] Υπόθεση C-374/98 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2000] Συλλ Ι-10799, παρ. 26, 30.

[23] Υπόθεση C-355/90 Επιτροπή κατά Ισπανίας [1993] Συλλ Ι-4221, παρ. 52, 53, 57.

[24] Βλ. Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29-30 Σεπτεμβρίου 2007, σ. 20.

[25] EE L 64 της 4.3.2006, σ. 52.

[26] US EPA (1998), Toxicological Review of Hexavalent Chromium, p. 47-48. Διαθέσιμο στο http://www.epa.gov/iriswebp/iris/toxreviews/0144-tr.pdf

[27] EE L 20 της 26.1.1980, σ. 43. Μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με την ΥΑ αριθ. 26857/553/88 (ΦΕΚ Β’ 196/1988).

[28] Βλ. υποσημείωση, αριθ. 7.

[29] Υπόθεση C-248/05 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [2007] παρ. 54, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή.

[30] EE L 377 της 31.12.1991, σ. 20. Μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με την ΥΑ αριθ. Η.Π.13588/725/2006 (ΦΕΚ Β’ 383/2006).

[31] EE L 114 της 27.4.2006, σ. 9.

[32] Υπόθεση C-53/02 και C-217/02 Commune de Braine le Château [2004] Συλλ Ι-3251, παρ. 33 και   C-494/01 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [2005] Συλλ Ι-333, παρ. 149.

[33] Βλ. υποσημείωση, αριθ. 7.

[34] Το οποίο έχει εν προκειμένω εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ.

[35] Υπόθεση C-365/99 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1999] Συλλ Ι-7773, παρ. 67, 68 και υπόθεση C-318/98 Fornasar [2000] Συλλ Ι-4785, παρ. 38, 39.

[36] Υπόθεση C-318/98 Fornasar [2000] Συλλ Ι-4785, παρ. 40.

[37] Ibid. παρ. 41. Βλ., ομοίως, υπόθεση C-129/96 Inter-Environment Wallonie [1997] Συλλ Ι-7411, παρ. 40.

[38] Υπόθεση C-387/99 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2004] Συλλ Ι-3751, παρ. 42.

[39] Υπόθεση C-62/00 Marks & Spencer [2002] Συλλ Ι-6325, υπόθεση C-103/00 Επιτροπή κατά Ελλάδος [2002] Συλλ Ι-1147, υπόθεση C-494/01 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας [2005] Συλλ Ι-333 και υπόθεση C-304/02 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2005] Συλλ Ι-6263.

[40] Άρθρο 1 οδηγίας 91/689/ΕΟΚ σε συνδυασμό με άρθρο 4 οδηγίας 2006/12/ΕΚ.

[41] EE L 327 της 22.12.2000, σ. 1.

[42] Υπόθεση C-201/02 Wells [2004] Συλλ Ι-723, παρ. 64. Υπόθεση C-60/01 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2002] Συλλ Ι-5879.

[43] Υπόθεση C-201/02 Wells [2004] Συλλ Ι-723, παρ. 66.

[44] EE L 143 της 30.4.2004, σ. 56.

[45] Βλ., ενδεικτικά,  υπόθεση 148/78 Ratti [1979] Συλλ 1629, υπόθεση C-236/92 Comitato [1994] Συλλ Ι-483, υπόθεση C-62/00 Marks & Spencer [2002] Συλλ Ι-6325.

[46] Βλ., αντί πολλών, P. Wenneras, The Enforcement of EC Environmental Law, Oxford UK, Oxford University Press, 2007, σ. 27 επ.

[47] Ibid. Βλ., επίσης, P. Craig, “The legal effect o Directives: policy, rules and exceptions”, European Law Review, Vol. 34, 2009, σ. 349 επ. (ο οποίος επιχειρηματολογεί με πειστικό τρόπο ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται άμεσα τις οδηγίες ακόμη και στις περιπτώσεις που οι τελευταίες δημιουργούν υποχρεώσεις σε τρίτους ιδιώτες –όπως η οδηγία 2004/35- αίροντας έτσι τον τεχνικό διαχωρισμό που υπήρχε μεταξύ κάθετου και οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος).

[48] Βλ., Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημείο 58).

[49] Η αναδρομικότητα προβλέπεται στην αντίστοιχη αμερικανική νομοθεσία Comprehensive Environmental Response, Compensation, and Liability Act (CERCLA).

[50] Υπόθεση C-162/00 Pokrzeptowicz-Meyer [2002] Συλλ Ι-1049, σκ. 50, υπόθεση C-334/07P Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen [2008] μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκ. 43.

[51] Υπόθεση C-162/00 Pokrzeptowicz-Meyer [2002] Συλλ Ι-1049, σκ. 55. Βλ., επίσης, Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημεία 63, 64).

[52] Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημεία 67, 68).

[53] Ibid., σημεία 70, 71.

[54] Ibid., σημεία 80, 81.

[55] Ibid., σημείο 82.

[56] ΕΕ L 114, σ. 9.

[57] Υπόθεση C-1/03 Van de Walle [2004 Συλλ Ι-7613, σκ. 47-50, 52 και 60. Υπόθεση C-188/07 Commune de Mesquer [2008] Συλλ Ι-4501, σκ. 57-59, 74, 76 επ.

[58] Πρόταση για Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό πλαισίου προστασίας του εδάφους και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, COM (2006) 232 τελικό, Βρυξέλλες 22.9.2006.

[59] M. Petersen, “European Soil Protection Law after the Setback of December 2007-Existing Law and Outlook”, European Energy and Environmental Law Review, June 2008, σ. 147 επ.

[60] Αναλυτικά για το θέμα, βλ., Γ. Μπάλια, Περιβαλλοντικοί κίνδυνοι: Διαπλοκή Επιστήμης, Δικαίου και Πολιτικής, Αθήνα, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, 2009, σ. 175 επ.

[61] Rio Declaration on Environment and Development, 13 June 1992, UN. Doc. A / Conf. 151/ 5/ Rev.1, 31 ILM (1992), σ. 876

[62] Ibid., Αρχή 15.

[63] Άρθρο 174 παρ. 2 ΣυνθΕΚ: «Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή ‘‘ο ρυπαίνων πληρώνει’’.»

[64] Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αρχή της προφύλαξης, COM (2000) 1 τελικό, Βρυξέλλες, 2-2-2000,  παρ. 5.2.

[65] Δήλωση για τις κατευθυντήριες αρχές της αειφόρου ανάπτυξης, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συμπεράσματα της Προεδρίας DOC 10255/05, Βρυξέλλες, 16-17 Ιουνίου 2005. («Να υιοθετείται η προσέγγιση που διέπεται από την αρχή της προφύλαξης σε περίπτωση αντικειμενικής επιστημονικής αβεβαιότητας, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενη ζημιά για την υγεία του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος, και να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα.»)

[66] Βλ., ενδεικτικά: ΠΕΚ, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, υπόθ. Τ-74/00, 76/00 κλπ, Artegodam κατά Επιτροπής, Συλλ. ΙΙ-2002, σ. 4945, παρ. 184: «Συνεπώς η αρχή της προφύλαξης μπορεί να οριστεί ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές τη λήψη κατάλληλων μέτρων[....]». Ομοίως, ΠΕΚ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, υπόθ. Τ-13/99, Pfizer Animal κατά Συμβουλίου, παρ. 456. ΠΕΚ, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, υπόθ. Τ-70/99 Alpharma κατά Συμβουλίου, παρ. 356. Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων είναι διαθέσιμα στο: http://curia.eu.int/eu/jurisp/index/htm

[67] J. S. Applegate, The Prometheus Principle: Using the Precautionary Principle to Harmonize the Regulation of Genetically Modified Organisms”, Indiana Journal of Global Legal Studies, Vol. 9, 2001, σ. 249.

[68] Ibid., σ. 250. C. Noiville, ‘‘Principe de précaution et Organisation mondiale du commerce. Le cas du commerce alimentaire’’, Journal du droit international, Vol. 127(2), 2000, σ. 276. V. R. Walker, “Keeping the WTO from Becoming the ‘’World Trans-science Organization: Scientific Uncertainty Science Policy, and Factfinding in the Growth Hormones Dispute”, Cornell International Law Journal, Vol. 31(2), 1998, σ. 305. 

[69] Για την αρχή της προφύλαξης υπάρχει πλούσια ξένη βιβλιογραφία, κυρίως την τελευταία δεκαετία. Στην ελληνική θεωρία άρχισε να γίνεται αντικείμενο μελέτης εντελώς πρόσφατα. Βλ. Α. Σηφάκη, «Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση, 1-2/2000, σ. 53-62, Τ. Νικολόπουλου, «Οι αρχές του κοινοτικού δικαίου του περιβάλλοντος»», Νόμος και Φύση, 3/2000, σ. 282-294, Γ. Μπάλια, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές, κοινοτικό και συγκριτικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, 2005.

[70] Άρθρα 5 και 6 αντίστοιχα της ΟΠΕ.

[71] Άρθρα 6(1), 7(1) και 11(2) της ΟΠΕ.

[72] Άρθρο 11(2) της ΟΠΕ.

[73] Άρθρα 6(3) και 11(2) της ΟΠΕ.

[74] Άρθρο 5(4) της ΟΠΕ.

[75] Άρθρα 5(3)(δ) και 5(4) της ΟΠΕ.

[76] Άρθρο 6(2)(δ) της ΟΠΕ.

[77] Άρθρο 6(2)(γ) της ΟΠΕ.

[78] Άρθρο 6(2)(ε) της ΟΠΕ.

[79] Άρθρα 5(3) και 6(2) της ΟΠΕ.

[80] Άρθρο 11(4) της ΟΠΕ.

[81] Άρθρα 8(3) και 9(3) του ΠΔ 148/2009.

[82] ΦΕΚ Α΄ 190/29-9-2009.

[83] Βλ., ενδεικτικά,  υπόθεση 148/78 Ratti [1979] Συλλ 1629, υπόθεση C-236/92 Comitato [1994] Συλλ Ι-483, υπόθεση C-62/00 Marks & Spencer [2002] Συλλ Ι-6325.

[84] Βλ., αντί πολλών, P. Wenneras, The Enforcement of EC Environmental Law, Oxford UK, Oxford University Press, 2007, σ. 27 επ.

[85] Ibid. Αναλυτικότερα για το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών, βλ., infra, υποσημειώσεις 241 έως 255 και το κείμενο που τις συνοδεύει.

[86] Υπόθεση C-378/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. κλπ, (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010 μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), σκ. 39.

[87] Ibid., σκ. 40.

[88] Βλ., Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημείο 58).

[89] Υπόθεση C-378/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. κλπ, (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010 μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), σκ. 41.

[90] Η αναδρομικότητα προβλέπεται στην αντίστοιχη αμερικανική νομοθεσία Comprehensive Environmental Response, Compensation, and Liability Act (CERCLA).

[91] Υπόθεση C-162/00 Pokrzeptowicz-Meyer [2002] Συλλ Ι-1049, σκ. 50, υπόθεση C-334/07P Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen [2008] μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκ. 43.

[92] Υπόθεση C-162/00 Pokrzeptowicz-Meyer [2002] Συλλ Ι-1049, σκ. 55. Βλ., επίσης, Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημεία 63, 64).

[93] Άρθρο 5 της ΟΠΕ.

[94] Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Julian Kokott (22-10-2009) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-378/08, C-379/08 και C-380/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. (σημεία 67, 68).

[95] Ibid., σημεία 70, 71.

[96] Υπόθεση C-378/08 Raffinerie Mediterranee SpA κ.ά κατά Ministero dello Sviluppo Economico e.a. κλπ, (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010 μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), σκ. 44.