ΑρχικήΧάρτης ιστότοπουΕπικοινωνία ΕλληνικάEnglish

Λαογραφία>Κοινωνική Ζωή                                                                                                                                                   

-------Γάμος------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Στα ζηλεμένα κορίτσια απαγορευόταν η έξοδος από το σπίτι, γιατί υπήρχε φόβος κλοπής. Πήγαιναν στη δουλειά, στα χωράφια, στα πρόβατα με τους γονείς τους και τα αδέλφια τους.

Προξενιό
Ο πατέρας φρόντιζε να βρει ένα καλό παιδί να παντρέψει το κορίτσι του. Από τα 16 χρόνια του κοριτσιού φρόντιζαν για γαμπρό οι γονείς και τα αγόρια τα πάντρευαν πολλές φορές, πριν πάνε στρατιώτες.
Ο πατέρας σκεφτότανε ένα καλό 'μέρος'. Έπιανε ένα συγγενή του που είχε θάρρος στο σπίτι αυτό και τον έστελνε να μιλήσει. Ο προξενητής έπιανε τον πατέρα του παιδιού, λέγοντας του ότι εκεί που καθότανε σκέφτηκε μια καλή νύφη για το παιδί του φίλου του. Από σόι, όμορφη, σεβαστικιά, νοικοκυρά και με καλή προίκα. Αυτά τα χρόνια έδιναν μεγάλη σημασία στο σόι (την καλή οικογένεια) του υποψηφίου.
Γνωστή είναι η παροιμία: 'νιερι γκα σοι εδε κεν γκα σταν' δηλαδή άνθρωπος από σόι και σκυλί από στάνη.
Ο πατέρας του υποψήφιου θα απαντούσε 'Θα σκεφθώ'. Μετά θα πήγαινε να ρωτήσει άλλους φίλους του, συγγενείς του που να γνωρίζουν το κορίτσι. Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο του προξενιού. Το ναι ή το όχι δεν το λέει στην πραγματικότητα ο πατέρας, αλλά με τρόπο 'ύπουλο' και υπόγειο ο ερωτώμενος 'φίλος'. Εκείνος αν συμπαθεί το κορίτσι και δει ότι ο γαμπρός είναι καλό παιδί επαινεί την υποψήφια με διάφορες αρετές ανύπαρκτες προσπαθώντας να πείσει τον πατέρα 'θα σωθείς αν μπεις σε αυτό το σπίτι, ο θεός σ' έστειλε κλπ'. Και έτσι το προξενιό τελείωνε.
Ο γέρο πατέρας έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο φίλο του, δέχεται τα λεγόμενα και έρχεται σε συνάντηση με τον μελλοντικό συμπέθερο. Εκεί συζητούν για την προίκα και αφού συμφωνήσουν δίνουν οι γέροι λόγο.
Οι νέοι ίσως να μη γνωρίζουν ο ένας τη φάτσα του αλλουνού. Η προίκα ήταν συνήθως λεπτά περίπου 500 δραχμές, τα πολύ παλιά χρόνια. Ο πατέρας δεν έδινε χωράφια στο κορίτσι, τα έδινε στα 'παιδιά'(αγόρια). Εάν η μάννα του κοριτσιού τύχαινε να είχε χωράφια τότε έδινε λίγα και στο κορίτσι.

Τα προξενιά γίνονταν κρυφά για να μη το 'μυριστούν' άλλοι εχθροί του ενός ή του άλλου των υποψηφίων και στείλουν 'φυτίλια', δηλαδή στείλουν αυτοί άλλα πρόσωπα επί πληρωμή και βρίσουν την μια ή την άλλη πλευρά και χαλάσει το προξενιό. Οι γέροι έδιναν τα χέρια με διάφορες ευχές: «καλορίζικα, να μας ζήσουν σαν τα ψηλά βουνά κλπ¨».

Αρραβώνας
To Σαββατόβραδο πήγαινε ο γαμπρός με τους συγγενείς του με δώρα στο σπίτι της νύφης. Eκεί βρίσκονταν και οι συγγενείς της νύφης. Το βράδυ αυτό άλλαζαν και βέρες. Τις βέρες τις έριχναν σε ένα ποτήρι κρασί. Από αυτό το ποτήρι θα έπιναν όλοι οι συγγενείς για να ευχηθούν στους νέους. Mετά ο πατέρας θα τις περνούσε στα χέρια των νέων. Το άλλο βράδυ πήγαιναν οι συγγενείς της νύφης, χωρίς όμως τη νύφη στο σπίτι του γαμβρού και συνέχιζαν το γλέντι.
Οσο διάστημα διαρκούσε ο αρραβώνας απαγορευόταν να πάει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Μόνο ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης σαν απλός επισκέπτης. Όταν ο γαμπρός ήθελε να πάει σε κάποια εορτή ή γλέντι με την αρραβωνιαστικιά του, τότε αυτή θα συνοδευότανε υποχρεωτικά και από δικό της άνθρωπο, αδελφό της ή πατέρα.
Συνήθως ο αρραβώνας κράταγε ένα χρόνο. Μπορούσε όμως και περισσότερο ακόμη και πέντε χρόνια. Πολλές φορές μετά τον αρραβώνα ο αρραβωνιαστικός ξενιτευότανε στην Αμερική, ερχόταν έκανε σπίτι και παντρευόταν (καμιά φορά όμως ο αρραβωνιαστικός δεν γύριζε και τότε έμενε η μνηστή του μονάχη αιωνίως πιστή με την ανάμνηση του).
Μετά από ένα, έστω και από πέντε χρόνια, ερχόταν η ευλογημένη μέρα του γάμου. Θα ήταν μια Κυριακή.
Την Δευτέρα που άνοιγε η εβδομάδα αυτή, η νύφη έπλενε τα προικιά στη βρύση του χωριού. Οι συγγενείς πήγαιναν πρωί-πρωί με τηγανίτες για να βοηθήσουν την νύφη. Στις συγχωριανές που θα πήγαιναν για νερό στη βρύση, η νύφη θα κερνούσε και ένα γλυκό για να δεχθεί την ευχή: «η ώρα η καλή».
Την Πέμπτη θα πήγαιναν, μετά από κάλεσμα της νύφης, τα κορίτσια του χωριού «για να βάλουν τα προικιά γιούκο». Αφού έφτιαχναν το γιούκο, τοποθετούσαν το ένα ρούχο πάνω στο άλλο με τάξη και άρχιζαν το χορό.
Την Πέμπτη επίσης καλούσαν και για τον γάμο. Ένα κορίτσι φορούσε μια φορεσιά της νύφης, έπαιρνε ένα δίσκο έστρωνε μια καλαμάτα άσπρη κα μέσα έβαζε τις μπομπονιέρες. Δίνοντας την μπομπονιέρα στο κάθε γειτονικό σπίτι καλούσε και για το γάμο που θα γινόταν τη Κυριακή. Την ίδια μέρα γίνονταν και οι προσκλήσεις από μέρους του γαμπρού.
Κουμπάρος γίνεται ο νουνός του γαμπρού. Αυτόν τον καλούσε ο γαμπρός με ένα κουλούρι κεντημένο «ρέτα» που το είχαν μέσα σε ένα ταγάρι, την «πετίλια» (μέσα στο ταγάρι αυτό θα έβαζαν μόνο το κουλούρι του γαμπρού στο κουμπάρο ή του νουνού στο βαφτιστήρι).
Την Πέμπτη ή το Σάββατο άνθρωπος από το σπίτι του γαμπρού θα καλούσε και την νύφη πηγαίνοντας ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα μαντήλι και γλυκά.
Tην Παρασκευή έπαιρναν τα ρούχα στο σπίτι του γαμπρού . Ο γαμπρός πήγαινε με τους συγγενείς του πάνω σε ζώα, τραγουδώντας για να πάρουν τα προικιά. Πρώτος μπαίνει ο γαμπρός «και ρίχνει το γιούκο κάτω». Μετά ο κουμπάρος πληρώνει τον αδελφό της νύφης και παίρνει τα κλειδιά του σεντουκιού.
Ακολουθεί το φόρτωμα. Την ώρα που φορτώνουν τα ρούχα, η νύφη απαγορεύεται να βγει έξω. Μπροστά στο σαμάρι με τα ρούχα δένουν ένα λευκό μαντήλι. Την ώρα που φορτώνουν τα ρούχα κάποιος προσέχει μην τυχόν εχθρός πετάξει χώμα στα ρούχα. Τούτο είναι μαγική ενέργεια την στιγμή αυτή, δηλαδή χώμα να γίνουν τα ρούχα και οι αφεντικοί μαζί.
Την Παρασκευή ετοιμάζουν το κουλούρι, τόσο ο γαμpρός όσο και η νύφη. Θα φτιάξουν 6 ρετα (κουλούρια) βαλμένα μέσα σε ταψιά κεντημένα με ένα σταυρό στη μέση και γύρω-γύρω σκουλαρίκια και άλλα κεντίδια.
Ρέτα: (ψωμί που θα είχαν στο τραπέζι του γάμου). Εκτός από τα ρετα έφτιαχναν και ένα μεγάλο κουλούρι. Αυτό θα το ζύμωνε κοπέλα που θα είχε και τους δύο γονείς εν ζωή. Το ζύμωνε τρεις φορές. Πέμπτη βράδυ - μεσάνυχτα και Παρασκευή πρωί. Θα το ζύμωναν με αυγά, βούτυρο, γάλα και ζάχαρη. Μετά το κεντάνε οι κοπέλες του χωριού τραγουδώντας. Το κεντούν με διάφορα ανθάκια και δίνουν διάφορα σχήματα ιδίως στέφανα. Το κουλούρι το πάει στο φούρνο ένα παιδί που έχει τους γονείς του στη ζωή. Την ώρα που ρίχνουν το κουλούρι στο φούρνο ρίχνουν και μια ντουφεκιά. Κάποιος θα κάτσει έξω από το φούρνο μέχρις ότου ψήσει για να το φυλάξει από τυχόν μαγικές ενέργειες εχθρών.
Το Σαββατόβραδο άρχιζε το γλέντι. Οι συγγενείς του γαμπρού γλεντούσαν στο σπίτι του και οι συγγενείς της νύφης στο σπίτι της.
Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός με το συμπεθεριό πήγαινε και έπαιρνε το κουμπάρο. Επέστρεφαν στο σπίτι του, έπαιρναν ένα 'πιοτό' και μετά κατά τις δέκα πήγαιναν στην νύφη. Εάν ήταν από άλλο χωριό θα πήγαιναν με ζώα. Πάνω στα σαμάρια είχαν στρωμένα άσπρα σεντόνια κεντημένα. Μπροστά πήγαινε ο «συχαρίκης». Εφθανε πρώτος στο σπίτι της νύφης και έφερνε τα συχαρίκια ότι φθάνουν οι συμπέθεροι. Η μάνα της νύφης του έδινε για δώρο ένα μαντήλι. Αυτός επέστρεφε γρήγορα με το άλογο του για να συναντήσει πάλι το συμπεθεριό του. Στο άλογο του γαμπρού ήταν και η «ρετίλια» (κεντημένο κόκκινο ταγάρι με το κουλούρι). Εν τω μεταξύ είχε ετοιμασθεί η νύφη.
Συγγενικά κορίτσια έχοντας τους γονείς τους στη ζωή την στόλιζαν και της κρατούσαν τη φορεσιά που είχε μόνη της η νύφη υφάνει και κεντήσει.
Tο στόλισμα συνόδευαν τραγούδια χωρισμού:

Γκα καημό ι βαιζιρις
κλιεν σουλιώτετ ε στεπίς
Νούσεα σι βερικόκ
τσι ικιν βετε νενιατρ μποτ
νούσεα σι αποστάτ
τσι ικιν εδέ σκα τατ
ζορ τσι ικιν μόι μαυρομάτ
νανι τσι ικιν γκα ιτάτ
ζορ τσι για μόι καλιμν
νάνι τσι ικιν γκα γιοτμ
Απ τον καημό των κοριτσιών
Κλαίνε και οι σκύλοι των σπιτιών
Η νύφη σαν βερικοκιά
Φεύγει και πάει στη ξενιτιά(σ' άλλο χώμα)
Η νύφη σαν αποστάτης 
Φεύγει και δεν έχει πατέρα
Ζόρι που είναι βρε μαυρομάτα
Τώρα που φεύγεις από τον πατέρα
Ζόρι που είναι βρε καλιμάνα(πουλί)
Τώρα που φεύγεις από τη μάνα



Ο γαμπρός αμέσως μόλις ερχόταν, έπαιρνε τη νύφη και πήγαιναν στην εκκλησία για τη στέψη. (Εάν τύχαινε οι νέοι να είχαν εχθρούς, αναγκάζονταν να κάνουν την στέψη μέσα στο σπίτι με κλειστές τις πόρτες και τα παράθυρα για να αποφεύγουν μαγικές ενέργειες των εχθρών).
Μετά τη στέψη επέστρεφαν στο σπίτι της νύφης τραγουδώντας, αλλά όχι από τον ίδιο δρόμο που έφυγαν. Μπροστά από τους νεόνυμφους προχωρεί ένα παιδί κρατώντας το κουλούρι όπως και πριν από τη στέψη. Την ώρα της στέψεως έχουν βάλει κουφέτα στην τσέπη του γαμβρού και μετά μοιράζονται τα κουφέτα αυτά ελεύθερα κορίτσια. Τα βάζουν στο μαξιλάρι το βράδυ και βλέπουν στο όνειρό τους το νέο που πρόκειται να παντρευτούν. Επίσης στα παπούτσια της νύφης που είναι ολοκαίνουργια έχουν γράψει τα ονόματά τους κορίτσια. Εάν το όνομα μετά την τελετή της στέψεως σβήσει, τότε το κορίτσι θα παντρευτεί γρήγορα. Εάν όμως δεν σβήσει, τότε είναι κακό σημάδι γιατί μπορεί το κορίτσι να μείνει στο ράφι.

Γεύμα γάμου
Στο τραπέζι ο κάθε συμπέθερος θα σηκώσει κούπα, δηλαδή, ποτήρι με κρασί για να ευχηθεί στους νεόνυμφους.
Παλαιότερα ευχόντουσαν με αυτά τα λόγια: «Άσπρη κούπα ξέξασπρη Και από τον ήλιο ξεξασπρώτερη Και όποιος το πιει, και δεν το πιει Να πιει νερό και όχι κρασί» Και ακολουθούσαν οι ευχές: «καλορίζικα να ζήσουν».
Αργότερα ευχόντουσαν διαφορετικά: «Το παρόν το ποτηράκι Με πολύ τιμή και αγάπη Το πίνω εις υγείαν των νεονύμφων Οι παντρεμένοι στα παιδιά τους Οι ελεύθεροι στα δικά τους και ορισμό».
Κάποιος ηλικιωμένος είχε αναλάβει να δίνει τον ορισμό, δηλαδή το λόγο σε άλλον συμπέθερο. Έτσι ευχόντουσαν στους νέους όλοι με τη σειρά τους.


O χορός
Τα παλιά χρόνια ο κάθε ένας μαζί με όλο το συμπεθεριό τραγουδούσε και χόρευε, αργότερα όμως είχαν τα όργανα.
Πρώτος θα χόρευε ο κουμπάρος, μετά ο γαμπρός και μετά η νύφη.
Στο σπίτι της νύφης θα χόρευαν μόνο οι συμπέθεροι του γαμπρού και στου γαμπρού μόνο της νύφης οι συγγενείς, αλλά στο χέρι του γαμπρού. Το απόγευμα έφευγαν και πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού.
Οταν η νύφη έφευγε από το σπίτι, η μάννα της εκτός από τις ευχές που της έδινε, την ράντιζε και με αλατόνερο, για να γίνουν νερό και αλάτι τυχόν κατάρες που τις είχε δώσει σε διάφορες μικροπαρεξηγήσεις. Η νύφη όταν απομακρυνόταν λίγο από το σπίτι της, την στιγμή που έφευγε, ξαναγύριζε το κεφάλι πίσω και κοιτούσε το σπίτι πιστεύοντας κατ' αυτό τον τρόπο ότι με αυτή της τη κίνηση τα παιδιά θα μοιάσουν από τους δικούς της συγγενείς και όχι του αντρός της.
Η νύφη και ο γαμπρός φθάνουν στο σπίτι του γαμπρού. Ο πεθερός δίνει στο χέρι της νύφης ένα ρόδι. Η νύφη με το ρόδι σταυρώνει το σπίτι και μετά το πετάει μέσα. Οπως τώρα το σπίτι θα γεμίσει από τους σπόρους του ροδιού, έτσι αργότερα να γεμίσει από τα παιδιά τους. Μετά ο πεθερός περνάει στο λαιμό των νέων μια άσπρη καλαμάτα και τους σέρνει μέσα στο σπίτι, δίνοντας τις ανάλογες ευχές. Η πεθερά δίνει στη νύφη ένα χρυσαφικό. Ασημώνει δηλαδή τη νύφη και βάζει μέσα στο στόμα της ένα φλωρί για να είναι το στόμα της γλυκό σαν το φλωρί.
Το γλέντι συνεχίζεται στο σπίτι του γαμπρού όλη την νύχτα ακόμη και την Δευτέρα. Το βράδυ της Κυριακής οι νέοι, εάν είναι από το ίδιο χωριό, πηγαίνουν στη μάνα της νύφης και τρώνε τηγανίτες. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους παίρνουν κα μια κότα ως δώρο.
Μετά από οκτώ μέρες θα ξαναπήγαιναν στη μάνα της, αλλά αυτή τη φορά θα έπαιρναν κοντά τους και ένα μωρό. Θα επισκέπτονταν τους συγγενείς της και όλοι θα της έδιναν από μια κότα και μια άσπρη πετσέτα.

Γλέντι του γάμου
Οι συμπέθεροι συνέχιζαν το γλέντι και το χορό και την Δευτέρα. Μετά το τελευταίο τραπέζι οι νέοι έβαζαν ένα δίσκο και ο κάθε συμπέθερος έριχνε αντί για δώρο λεπτά. Το απόγευμα της Δευτέρας πήγαιναν στη βρύση του χωριού όλο το συμπεθεριό με τους νέους. Η νύφη γέμιζε μια οκά νερό και μέσα σε αυτή την οκά έπιναν όλοι οι συγγενείς, ρίχνοντας μέσα και λεπτά. Τα λεπτά που μάζευε η νύφη μέσα στην οκά τα ονόμαζαν «αλασβάρι». Με τα λεπτά αυτά θα αγόραζε η νύφη ένα πράγμα για το σπίτι ή θα αγόραζε π.χ. στάρι που θα το έσπερναν. Με το νέο στάρι θα έπαιρναν κάτι για το σπίτι ή εάν έφθαναν τα λεπτά θα έπαιρνε ένα χωράφι και αυτό θα ήταν από τα «αλασβάρι».


Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο και Μουσειακή Συλλογή Πανεπιστημίου Αθηνών
         Καταγραφή Φιλολόγου Ευτυχίας Σύρμα του Ευαγγέλου.1968

     

2007, Ομάδα Ανάδειξης Αγίου Θωμά, Επικοινωνία agios