Λαογραφία - Υλική Ζωή
στον Άγιο Θωμά Τανάγρας
-------Κατοικία
Τα πρώτα σπίτια του χωριού εμφανίζονται παραλληλόγραμμα(μακρόστενα): μακρυνάρια.
Η είσοδός τους συναντάται στην μεγάλη πλευρά. Το σπίτι χωριζόταν σε δωμάτια, αλλά μετρούσαν με γνώμονα τον αριθμό των κουφωμάτων. Κούφωμα ήταν ο χώρος μέσα στο πλατυμέτωπο τούτο κτίριο που είχε διαστάσεις 2.5 μέτρα μήκος και 5 μέτρα πλάτος.
Ένας καλός γεωργός έπρεπε να είχε μέχρι 8 κουφώματα. Δηλαδή το σπίτι του θα είχε μήκος 20 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο ήταν χώμα και πέτρα. Το δωμάτιό όπου διέμενε η οικογένεια επιχρίεται (σοβατίζεται) με άμμο και ασβέστη. Η στέγη είναι αμφικλινής, σκεπασμένη με κεραμίδια. Εσωτερικά, ανά ένα κούφωμα, ανά 2.5 δηλαδή μέτρα, φέρει ένα σταύρωμα (χοντρό σανίδι που στηρίζεται πάνω στους δύο μακριούς τοίχους. Οι δύο απέναντι τοίχοι , των στενών πλευρών υπερέχουν κατά ένα τρίγωνο( αετωματική). Επάνω στις δύο κορυφές, στο ισόπλευρο αυτό τρίγωνο, στερεώνονται τα άκρα ενός (ή περισσοτέρων ενωμένων) χοντρού σανιδιού που λέγεται 'κορφιασμ'. Αυτό είναι τοποθετημένο σε σχήμα σταυρού προς το σταύρωμα. Ανάμεσα στο κορφιασμ και στους εκατέρωθεν τοίχους μεσολαβούν άλλα λεπτότερα καδρόνια παράλληλα προς το κεντρικό, τα λεγόμενα παΐδια σε απόσταση ενός περίπου μέτρου το ένα από το άλλο. Αυτός είναι ο σκελετός της στέγης. Ανάμεσα στα παΐδια υπάρχουν σανίδια πλάτους 0.20 μ. περίπου, τα άκρα των οποίων στηρίζονται στους τοίχους που στηρίζεται το σταύρωμα, στο κορφιασμ και στα παΐδια. Είναι 2 σειρές των σανιδιών αυτών, δεξιά και αριστερά του κορφιασμ, που ενώνονται πάνω σ' αυτό σχηματίζοντας μια δίεδρη αμβλεία γωνία και δίνοντας το αμφικλινές σχήμα στη σκεπή. Από τα άκρα του σταυρώματος ξεκινούν δύο καδρόνια κατευθυνόμενα προς το κορφιασμ, όπου και ενώνονται σχηματίζοντας γωνία και συγκρατούν κατά κάποιο τρόπο όλη τη στέγη. Τα δύο αυτά σανίδια ονομάζονται ψαλίδια ή 'γκρσιερτζ'.
Επάνω στα σανίδια στηρίζονται τα κεραμίδια με την ίδια διεύθυνση με τα σανίδια.
Οι φτωχότερες οικογένειες δεν είχαν στα σπίτια τους σανίδια στην σκεπή, αλλά ξύλα μακριά που έκοβαν από τα πεύκα μόνοι τους, τα λεγόμενα 'στροπίνες'. Τα τοποθετούν στη θέση των σανιδιών κοντά - κοντά το ένα με το άλλο, δηλαδή σε απόσταση 15 περίπου εκατοστά, όσο χρειάζεται να στηριχθούν το ένα κεραμίδι με το άλλο.
Το δωμάτιο της οικογένειας ήταν στην αρχή του μακρόστενου κτιρίου, στο 'κεφάλι' του. Αποτελείται από δύο κουφώματα, έχει δηλαδή διαστάσεις 5Χ5. Είναι στρωμένο με κουρασάνι(τριμμένο κεραμίδι) και ψηλότερο κατά ένα σκαλί από το επόμενο δωμάτιο που αποτελεί τον στάβλο, χωρίς όμως να έχουν χωρισθεί με τοίχο. Διαθέτει την ίδια πόρτα με το στάβλο και ένα μικρό παράθυρο. Γι' αυτό ανάβουν το λύχνο και την ημέρα.
Στη μέση του στενού τοίχου συναντάμε το τζάκι. Το τζάκι είναι κουφωμένο μέσα στον τοίχο με πλάτος 70 πόντους.
Πολλές φορές πάνω από το στάβλο φτιάχνουν ένα στράτη με ξύλα και βάζουν επάνω τα σανά. Το στράτη το ονόμαζουν 'Μπιότσκα'.
Πολύ αργότερα φτιάχνουν τους πύργους. Το ισόγειο ή υπόγειο χρησιμοποιείται ως αποθήκη και στάβλος και ο πρώτος όροφος, δωμάτιο της οικογένειας. Eνα μεγάλο δωμάτιο, χωρίς καμιά εσωτερική διαρρύθμιση, με 3 πόρτες και 6 παράθυρα συνήθως.
Τα παράθυρα είναι μεγάλα με εσωτερικά παραθυρόφυλλα μόνο, χωρίς τζάμια από μέσα. Το χώρισμα είναι πάτωμα με σανίδια και διαθέτει καταρράκτη δηλαδή σε μια γωνία ένα άνοιγμα όσο χωράει να περνάει ένας άνθρωπος. Από εδώ κατεβαίνουν με σκάλα στο υπόγειο συνήθως τη νύκτα για να μη βγούνε έξω.
Το σπίτι μέσα είναι εντελώς άδειο. Εχει ένα σοφρά (πολύ χαμηλό στρογγυλό τραπέζι), που χρησιμοποιούν για φαγητό και μετά το τοποθετούν σε μια άκρη. Τα θρόνια (απλά ξύλινα καθίσματα πολύ χαμηλά), που τα βάζουν γύρω στο τζάκι, δύο μπαούλα όπου βάζουν το ρουχισμό οι γυναίκες.
Οι γυναίκες έχουν μεγάλο ρουχισμό: 10 πονόβες ( χονδρές μάλλινες κουβέρτες), δύο ή και περισσότερες ανδρομίδες ( είδος κουβερτών), δύο 'πλιάφχια' (σαν τα σημερινά φλοκάτια), μαξιλαροθήκες που τις ονομάζουν μαξιλαρομάνες (πολύ μεγάλα μαξιλάρια), γιατί σε μια μαξιλαρομάνα θα κοιμάται όλη η οικογένεια. Κρεβάτια δεν υπάρχαν. Στρώνουν στο πάτωμα, στη γωνία για όλα τα μέλη της οικογένειας. Για χαλιά χρησιμοποιούν ψάθες.
Διαθέτουν ακόμη σαράντα περίπου σεντόνια υφαντά και κεντημένα τζακόπανα που καλύπτουν στο τζάκι. Αργότερα βέβαια που το κάθε σπίτι έχει τα απαραίτητα έπιπλα: τραπέζι, κρεβάτι, καρέκλες, κεντούν και στόρια, τραπεζομάντιλα, πάντες που τοποθετούν πάνω από το κρεβάτι στο τοίχο, μαξιλάρια, πετσέτες, πετσετοθήκες.
Εκτός από αυτά διαθέτουν αρκετά υφαντά για ντύσιμο.
Λίθος επί τοίχου με εγχάρακτο σταυρό για προστασία της οικείας Παπακωνσταντίνου
Ακρογωνιαίος λίθος με έτος κτίσης 1897 και σταυρό φύλαξης της οικείας Κατσάρη
Λιθόγλυπτη πέτρα με μαστοειδή απόφυση στην οικεία Παπακωνσταντίνου
Ευγονικός μαστός, σύμβολο αφθονίας, ευημερίας και πλούτου μαζί με ρόδακα διπλού κύκλου με πρόσωπο, σύμβολο αποτροπής κακών και προστασίας της οικογένειας από αρρώστιες, μάτι ή θαναντικό.
Εγχάρακτος εντοιχισμένος λίθος στην οικεία Ιωάννου Θ. Ζωγράφου με έτος κτίσης 1871
Ο σταυρός αποτελεί σύμβολο προστασίας της οικογένειας και του σπιτιού από ζηλοφθονία, ασθένειες, μάτι.
-------Ενδυση------Καλλωπισμός
Τα παλιά χρόνια το ντύσιμο ήταν πολύπλοκο και απαιτούσε πολύ χρόνο, εφόσον τα περισσότερα τα ύφαιναν και τα κεντούσαν οι ίδιες οι νοικοκυρές.
Ντύσιμο Αντρών
- Επίσημη ενδυμασία
- Άσπρο πουκάμισο κάτι ανάλογο προς το σημερινό.
- Το τζάκο σαν γιλέκο με δυο μανίκια ενωμένα μόνο στην πλάτη και τα ρίχνανε πίσω χωρίς να τα περνούν στα χέρια τους. Είχε χρώμα μπλε με κέντημα πράσινο.
- Η φουστανέλα. Η μεγάλη η γαμπριάτικη είχε 360 φύλλα στενά επάνω και φαρδιά κάτω ενωμένα σε μια ζώνη με πιέτες. Αποτελείται από δύο κομμάτια. Το εμπρός και το πίσω ενωμένα στα δύο πλάγια με κόμσες στη ζώνη και τα 2 μεγάλα φύλλα μεταξύ τους με κουμπιά. Την φουστανέλα την έραβε η νύφη.
- Τα τίρκια. (Κάλτσες) Μπλε ή άσπρα τα δένανε στο γόνατο με δυο κορδόνια, τα λεγόμενα γονατάρια και είχαν μια φούντα στο πλάι. Τα τίρκια ήταν υφαντά και τα έστελναν στα μαντάμια (νεροτριβή) για να μπάσουν.
- Οι πίγκες, τα παπούτσια τους (μέχρι το 1967 τα προτιμούν οι πολύ γέροι) με μια μαύρη φούντα.
Καθημερινή ενδυμασία αντρών
- φέσι μαύρο χωρίς φούντα, ενώ το επίσημο ήταν κόκκινο με μαύρη φούντα. Αργότερα φορούσαν τραγιάσκες.
- φανέλα και παντελόνι υφαντό μαύρο.
Επίσημη ενδυμασία γυναικών (Νυφιάτικα)
- Η μπόλια: Μαντήλι μεταξωτό άσπρο που δεν το έδεναν, αλλά το σταύρωναν στο δεξί ώμο, το ένα φύλλο μπροστά και το άλλο πίσω.
- Το φούντι: Πουκάμισο άσπρο υφαντό, φαρδύ που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο και φέρει κέντημα στο κάτω μέρος. Το νυφιάτικο φούντι το έλεγαν Βεζύρη. Το κέντημά του ήταν μια πιθαμή. Παρίστανε τέσσερα κυπαρισσάκια, δύο μεγάλα στην άκρη και δύο μικρά στη μέση με συνεχή επανάληψη τούτων γύρω - γύρω στο φούντι. Εξη μήνες λένε ότι κεντούσαν το Βεζύρη οι κοπέλες. Στο κέντημα κυριαρχούσε το μαύρο. Είχε όμως και λίγα κλαράκια κόκκινα και πράσινα. Στα καθημερινά φούντια το κέντημα ήταν στενότερο και απλούστερο. Ανάλογα δε με το κέντημα έφερε διάφορα ονόματα, όπως Βοιδομάτι 'Φρτζεσι', 'ρουτουλα' κλπ. Το φούντι ήταν μπροστά ανοικτό μέχρι την μέση και έχει ένα μόνο κουμπί στο λαιμό.
- Η σιγκούνα: Ζακέτα αμάνικη, χονδρή άσπρη υφαντή, χωρίς να κουμπώνει μπροστά, έχοντας απόσταση το ένα εμπρόσθιο φύλλο από το άλλο περίπου μια πιθαμή. Είχε κέντημα μαύρο στο κάτω μέρος, στις μόστρες και στους ώμους. Κάτω από τη σιγκούνα φορούσαν το διμίτι σαν ζακέτα. Επίσης με μανίκια εφαρμοστά μέχρι τον αγκώνα και στο κάτω μέρος ανοικτά (στο τύπο της καμπάνας).
- Το διμίτι: Εφαρμοστό πάνω στο σώμα, σε χρώμα καφέ, μπεζ, κόκκινο σε λεπτό μεταξωτό ύφασμα. Το διμίτι ήταν κοντό μέχρι την μέση. Είχε ζώνη και κούμπωνε με 2 κόμσες. Μπροστά στο στήθος όμως δεν κούμπωνε. Η δε σιγκούνα αντιθέτως προς το διμίτι ήταν μακριά, φθάνοντας λίγο πιο πάνω από το γόνατο.
- Τραχιλιά: Ένα κομμάτι μακρόστενο ύφασμα με κέντημα το ίδιο με το διμίτι. Το έδεναν στο λαιμό με μια λεπτή κορδέλα που είχε στο επάνω μέρος η τραχιλιά. Αυτή την φορούσαν μέσα από την σιγκούνα, αλλά φαινότανε, καθώς η σιγκούνα ήταν ανοικτή μπροστά.
- Ποδιά: Την φορούσαν από πάνω από την σιγκούνα. Ήταν κεντημένη άλλοτε με χρυσή κλωστή και άλλοτε με ταμτέλιες (δαντέλες). Αργότερα απλοποίησαν το νυφικό τους φόρεμα. Αντί φούντι φορούσαν πουκάμισο, φούστα άσπρη μεταξωτή μακριά με κέντημα από άσπρες χάντρες στο κάτω μέρος. Αντί διμίτι, μία μπλούζα βελούδινη σε διάφορα χρώματα που κούμπωνε πίσω με κέντημα από χάνδρες μπροστά και στα μανίκια. Λεγόταν πουκαμισάκι. Από πάνω φορούσαν τη σιγκούνα και μετά την ποδιά βελούδινη κεντημένη, στο ίδιο χρώμα με το πουκαμισάκι.
Χτένισμα
Το χτένισμα τους ήταν απλό. Δύο κοτσίδες πίσω που τις ένωναν στο κάτω μέρος με ένα φιόγκο άσπρο. Μπροστά έκαναν μπούκλες, τα λεγόμενα πιτάκια που τα αραίωναν με λιωμένη ζάχαρη. Πολλές φορές έβαζαν και ελιές στο πρόσωπό τους με καμένο ξύλο δάφνης.
Χρυσαφικά
Τα χρυσαφικά δεν ακολουθούν τη σημερινή λογική του μονόπετρου. Τα έκανε δώρο ο γαμπρός στη νύφη. Είχαν σκουλαρίκια πολύ μεγάλα. Καρδιά, κάτι ανάλογο προς το σημερινό μενταγιόν. Πολλές φορές η καρδιά είχε θήκη και μέσα συνήθιζαν να βάζουν τη φωτογραφία του αγαπημένου. Τα γκιρντάνια, αλυσίδα χρυσή φαρδιά κάτω από την καρδιά που οι άκρες στερεωνόντουσαν στους ώμους της σιγκούνας. Η αλυσίδα αυτή αποτελείται από 3 σειρές από μικρά τάλαρα. Αργότερα αντί γκιρντάνια είχαν δυο σειρές από φλωριά που άρχιζαν από τους ώμους κα έφθαναν τη μέση διασταυρούμενα.
Καθημερινή ένδυση γυναικών
Καθημερινά οι γυναίκες φορούσαν αντί της μπόλιας ένα μαντήλι άσπρο ή λαδί και από μέσα ένα τσεμπέρι με το οποίο έσφιγγαν το κεφάλι τους. Στη θέση του φουντιού φορούσαν άσπρο πουκάμισο χωρίς κέντημα και σιγκούνα.
Οι γριές φορούσαν σκούρο πουκάμισο και σιγκούνα μαύρη που την έλεγαν κοζιόκα(κόζιακα) και μια απλή ποδιά. Πολύ αργότερα και μέχρι το 1970, οι γριές φορούν μια πόλκα σε τύπο ζακέτας, μια φούστα φαρδιά υφαντή, το μισοφόρι, όπως το λένε. Το ύφασμα της ποδιάς είναι ίδιο με την πόλκα και μαντήλι λαδί.
-------Γεωργία
Οι ονομασίες των χωραφιών ποικίλουν ανάλογα με το χώμα τους και τη θέση που βρίσκονται:
- Παχιά: Τα καλά χωράφια.
- Bαρικά: Αυτά με άφθονο καλό χώμα χωρίς πέτρες.
- Πινιγούρες: Αυτά που βγάζουν το χειμώνα νερό, δηλαδή τα βαλτώδη. Αυτά πρέπει να σπαρθούνε πριν 'σφίξει' ο Χειμώνας, περίπου 1 - 15 Νοεμβρίου.
- Πετρώδη: Ψιλοχώραφα, αδύνατα χωράφια.
- Καψούρες ή αλλιώς 'ντρασόνες', χωράφια που έχουν πολύ λίγο χώμα και στο εσωτερικό σκληρά πετρώδη χώματα σαν βράχο, με λίγο χώμα από πάνω (15 περίπου πόντους). Σπέρνονται πολύ νωρίς Σεπτέμβρη με Οκτώβρη για να φυτρώσουν πριν έλθει ο γερός Χειμώνας.
- Πλαγιαστά ή 'μπρίνιες': Aδύνατα και πλάγια κακοχώραφα. Σε αυτά ο αγρότης κάνει ξερότοιχους ανά 15 μέτρα περίπου.
- Xέρσα: Αυτά που έμειναν το λιγότερο ένα χρόνο άσπαρτα ζευγαρίζονται το Γεννάρη, το πρώτο χέρι.
Μια παροιμία αναφέρει:
Τόργωσες το Γενάρη το στάρι τόχεις μεσ' σταμπάρι. (οργκομ ανοιξιατε, γκρουρτ εκε ν αμπαρε).
Ο Μάρτης ήταν ο μήνας της σποράς ρεβιθιών. Το 2ο αλέτρι για κει που θα σπαρθεί στάρι πρέπει να γίνει από το τέλος του Μάη. Εάν δεν προλάβουν μπορεί το 2ο αλέτρι να το κάνουν και τον Αύγουστο. Για κριθάρι πρέπει να οργωθεί για 2η φορά Απρίλη με Μάη. Το κάψιμο της καλαμιάς και των άλλων θάμνων(λιοφάτες, σκήνα, βάτοι, τα οποία πρώτα κόβουν και μετά κάνουν σωρούς) θα γίνει το Σεπτέμβρη. Μόνον αν υπάρξει ανάγκη π.χ. φύτεμα πατάτας, τότε τα καίνε τον Ιούλιο.
Όταν αλωνίσει ο γεωργός, θα χωρίσει το σπόρο από το στάρι της χρονιάς και το υπόλοιπο το πουλάει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου παίρνει ο γεωργός ένα μαντήλι. Μέσα έχει βάλει κριθάρι και στάρι και το πηγαίνει στην εκκλησία για να ευλογηθεί. Κατόπιν το ρίχνει μέσα σε ένα τσουβάλι και με αυτό αρχίζει τη σπορά.
Το στάρι της σποράς, μια μέρα πριν τη σπορά, ο γεωργός θα το ραντίσει με ένα φάρμακο, την
δαβλιτίνη (για να μη βγάλει το χωράφι δαβλίτι που καταστρέφει το στάρι). Παλαιότερα ράντιζαν το στάρι με λιωμένη γαλαζόπετρα.
Προτού αρχίσει τη σπορά ο γεωργός θα ετοιμάσει τα διάφορα εργαλεία του. Θα πάει το
αλέτρι, την '
παραμύδα' στο γύφτο (σιδηρουργό) για να φτιάξει το υνί. Το αλέτρι έχει στο πίσω μέρος τα
χερούλια που δένονται με τη βάση του. Το
αυτί, μέρος του αλετριού που πετάει το χώμα και ανοίγει το αυλάκι. Εάν είναι μεγάλο το αυτί ανοίγει μεγάλο αυλάκι, εάν είναι μικρότερο, μικρό αυλάκι. Επίσης το
σταβάρι που στην άκρη του έχει μια θηλιά, με την οποία δένεται η
μπαλάτζα. Το
υνί και κάτω από το υνί βάζουν ένα άλλο σίδερο που ονομάζεται
κουντούρι, ένα σίδερο που αερεώνει την βάση με το υνί μαζί.
Στο εμπρός μέρος, στις άκρες της μπαλάντζας, κολλάνε από ένα
τραβιχτό. Τα 2 τραβιχτά ενώνονται με τις
αλυσίδες και τις
λυμαριές περασμένες στο λαιμό των ζώων.
Ο γεωργός τρέφει για το ζευγάρι δύο ζώα, άλογα ή μουλάρια(ημίονοι). Παλαιότερα έτρεφαν 2 άγρια βόδια τόσο για το όργωμα, όσο και για την μεταφορά των καρπών τους. Ζεύανε τα ζώα με έναν
αραμπά (κάρο) και κουβαλούσανε τα δεμάτια από στάχια. Εκτός από τα 2 χοντρά ζώα κάθε σπίτι είχε και ένα γαιδουράκι για αγγαρίες, μικροδουλειές του σπιτιού. Μεταφορά νερού με τις βαρέλες από την βρύση και
φρύγανα (κλαδιά) από διάφορα δένδρα. Αυτά τα χρησιμοποιούν για προσάναμα στη φωτιά στο τζάκι αλλά και για να ανάψουν το φούρνο.
Δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα ζώα για πληγές από το σαμάρι, γιατί παθαίνουν
ταίτανο(μολύντσια) και ψοφάνε. Αλλοτε αρωσταίνουν από
άνθρακα χωρίς να υπάρχει φάρμακο. Αλλοτε πάλι μπορεί να τα '
πιάσει η καρδιά τους', οπότε πέφτουν χάμω και 'χτυπιούνται' από τον πόνο. Στη περίπτωση αυτή δεν υπάρχει φάρμακο.
Oρισμένες γυναίκες γνωρίζουν διάφορα απόκρυφα λόγια και τα κάνουν καλά. Άλλος τρόπος θεραπείας είναι να φέρουν 3 φορές τα ζώα γύρω από το νεκροταφείο, πιστεύοντας ότι έτσι το σατανικό πνεύμα που τα καταπιέζει εξαφανίζεται μέσα στο νεκροταφείο.
Η σπορά αρχίζει μετά του Σταυρού. Πρώτα κατά τον Οκτώβρη σπέρνουν τα
κριθάρια, βρωμάρια, βίγκους, λαθούρια και
κουκιά. Μετά το Νοέμβρη, αν έχουν πέσει βροχές, φυτρώνουν τα στάρια. Πρώτα ρίχνουν τα ψιλοχώραφα.
Την πρώτη μέρα βάζουν μέσα στο
ταγάρι ένα ρόδι (για να καρπίσουν σπόροι όπως το ρόδι). Μερικοί συνηθίζουν να κουβαλούν το ρόδι καθ' όλη τη διάρκεια της σποράς. Επίσης την πρώτη μέρα της σποράς εξετάζουν και το
ποδαρικό. Αποφεύγουν κατά το δυνατόν να μπει μέσα στο σπίτι άνθρωπος που κατά βάθος τους μισεί. Εκείνη την ημέρα αυτοί που θα συναντήσουν το
ζευγάτη που πάει για να σπείρει, θα ευχηθούν:
η ώρα η καλή και καλό μπερικέτι.
Αρχίζοντας τη σπορά ο γεωργός θα χωρίσει το χωράφι με αυλάκια απέχοντας το ένα από το άλλο 18 περίπου μέτρα. Βάζει μια ποδιά μπροστά με το σπόρο και έρχεται 3-4 φορές γύρω στο χωράφι σκορπίζοντας με το χέρι στο σπόρο.
Το καλαμπόκι και τα φασόλια σπέρνονται τον Απρίλη και το Μάη και πιο αραιά από το στάρι.
Την Άνοιξη γίνεται το βοτάνισμα στα διάφορα σιτηρά και το ράντισμα για να εξαφανίσουν τα διάφορα άχρηστα και βλαβερά χορτάρια όπως
παπαρούνα, κολυσίδα, λαψάνες, βρούβες κλπ. Τα παλιά χρόνια τα βοτανίζανε. Μετά ραντίζανε με ειδικό φάρμακο. Απαγορεύεται να ραντισθούν τα κουκιά και ο Βίγκος, γι' αυτό μόνο τα βοτανίζουν και τα σκαλίζουν. (το ράντισμα καταστρέφει όλα τα πλατύφυλλα χόρτα)
Tην Άνοιξη κατά το Μάη ποτίζουν τα σιτηρά αν δεν βρέξει. Τα ποτιστικά έχουν διπλάσιο εισόδημα από τα ξερικά.
Τα σιτηρά εάν πέσουν πολλές βροχές το Μάη '
σιναπιδιάζουνε'. Η καλαμιά κοκκινίζει και δεν καρπίζει το στάχυ. Εάν όμως Απρίλη - Μάη δεν βρέξει καθόλου, τότε ξεραίνονται πάλι τα σπαρτά. Πολλές φορές τα ξεραίνει και η μεγάλη παγωνιά που κάνει τον Χειμώνα.
Θερισμός και αλωνισμός
Το χωράφι για να το θερίσουν, το χωρίζουν σε λουρίδες(
έργος) και θερίζουν χωριστά κάθε λουρίδα.
Εκείνος που κρατάει το '
έργο' και βρίσκεται στην άκρη της λουρίδας λέγεται
εργοδότης.
Μόλις τελειώνουν το έργο (την μια λουρίδα) οι γυναίκες στρώνουν τα
δεματικά (τα έχουν φτιάξει από βρίζες θερισμένες κατάριζα), σηκώνουν τα
λιμάρια και τα βάζουν πάνω στα δεματικά (το λιμάρι έχει 6 χειρόβολα). Οι άντρες δένουν τα δεματικά και κάνουν έτσι τα δεμάτια. Ένα δεμάτι έχει 3 λιμάρια. Κατά την μεταφορά βάζουν 4 δεμάτια σε κάθε ζώο.
Τελειώνοντας το θέρος αφήνουν στο χωράφι μερικά στάχυα αθέριστα και λένε ότι '
αφήνουν τα γένια'. Το τελευταίο τραπέζι που τρώνε οι θεριστές το ονομάζουν '
καρποθέρι'.
Μετά το θέρισμα ακολουθεί φυσικά το κουβάλησμα των δεματικών στο αλώνι.
Την ημέρα κουβαλάνε και το βράδυ μετά το τελευταίο δρόμο θυμωνιάζουν τα δεμάτια, χωριστά το κάθε είδος. Αφού τα κουβαλήσουν, φτιάχνουν το αλώνι. Το καθαρίζουν από τα χορτάρια και τα στάχυα πούχαν πέσει, το καταβρέχουνε, ρίχνουνε άχυρο για να μη βγάλει χώμα και ύστερα βάζουν τα δεμάτια το ένα κοντά στο άλλο, αφού τα ξεδέσουν από τα δεματικά.
Το αλώνι το κάνουν στρογγυλό. Μετά με το
δικούλι (είναι σαν το φτιάρι, αλλά το κάτω του μέρος είναι σαν πιρούνι και είναι ξύλινο ή σιδερένιο) χαλάγανε τα δεμάτια. Όταν λοιπόν έστρωνε το αλώνι, έδεναν πίσω από τα ζώα
ντουγένια (στη θέση του αλετριού). Το ντουγένι ήταν μια σανίδα χονδρή μακρόστενη, λίγο κυρτή στην πλευρά που ακουμπούσε τα δεμάτια έχοντας 3 - 4 σειρές κατά μήκος της σίδερα κοφτερά και λεπτά. Η επάνω επιφάνεια είναι τελείως λεία. Το πλάτος της είναι 50 πόντους. Επάνω στο ντουγένι καθώς σερνόταν πίσω από τα ζώα κάθονταν ένας ή δύο άνθρωποι. Όσα ζώα και αν ήσαν τα διηύθυνε εκείνος που κρατούσε το ζώο που ήταν στην άκρη. Εκείνος κρατούσε και το αλώνι για να μην βγούνε έξω τα ζώα.
Όταν έστρωνε το αλώνι, το αναποδογύριζαν, ώστε να έλθουν από πάνω αυτά που ήσαν από κάτω και συνεχιζόταν το αλώνισμα μέχρις ότου η καλαμιά γίνει άχυρο.
Μόλις τελείωνε το αλώνισμα σταύρωνε ο 'αφεντικός' το αλώνι με το
καρπελό(σαν φτιάρι ξύλινο) και έκανε ένα σταυρό με το καρπε(ι)λό καθ' όλο το μήκος και το πλάτος του αλωνιού.
Το μάζευαν στη μέση σε σωρό που κοιτούσε βορεινά. Το σωρό τούτο το λέγανε '
λοιώμα'. (
μαζέψαμε σήμερα τη λοιώμα συνήθης φράση).
Οι γυναίκεςσκουπίζανε με άγριες θυμαρένιες σκούπες το αλώνι και το μάζευαν σε μικρούς σωρούς, τα
χώματα όπως έλεγαν. Τα λίχνιζαν, τα κοσκίνιζαν, το στάρι φυσικά δεν καθάριζε καλά γιατί έμεναν χώματα και το είχαν για τα πράματα (πρόβατα) και τις κότες. Μετά λίχνιζαν με το καρπελό την λοιώμα και περίμεναν να φυσήξει βοριάς για να λιχνίσουν καλά. Όταν έφευγε το ψιλό άχυρο και έμενε το χονδρό οι γυναίκες το
ντοροβατίζανε, δηλαδή τραβάγανε με την σκούπα το άχυρο το χοντρό σε μια άκρη. Μετά και άλλο λίχνισμα. Τελικά έμενε το χοντρό στάρι προς το βοριά και το ψιλό, η
ανεμίδα προς το νοτιά. Όταν τελείωνε το λίχνισμα έστρωναν ρούχα χάμω και στη μέση έβαζαν ένα παπούτσι. Μέσα στο παπούτσι έβαζαν το ξύλο του καρπελού για να κάθεται όρθιο. Επάνω στο καρπελό στερέωναν το
δριμόνι(σαν ένα μεγάλο χοντρό κόσκινο). Ένας κοσκίνιζε το στάρι και ο άλλος έριχνε από πάνω. Όταν το κοσκινισμένο στάρι σκέπαζε το καρπελό υπολόγιζαν το στάρι ότι ήταν 300 κιλά (1 κιλό = 24 οκάδες).
Ακολουθούσε το μέτρημα του σταριού. Για μέτρο είχαν τα μισάδι(12 οκάδες, 2 μισάδια = 1 κιλό = 24 οκάδες)
Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο και Μουσειακή Συλλογή Πανεπιστημίου Αθηνών
Καταγραφή Φιλολόγου Ευτυχίας Σύρμα του Ευαγγέλου.1968