Έκθεσις Περιστατική, αφορώσα το κατά μήνα Απρίλιον των 1830
Η διαμάχη με τους τούρκους για τα χτήματα
Εν Θήβαις τη 19 Ιουνίου 1833
Τα πασίγνωστα του πολέμου ατυχήματα, τα οποία κατεπλάκωσαν από τους 1826 όλην την Στερεάν Ελλάδα, επέφερον και εις την επαρχία των Θηβών την γενικήν ερήμωσίν της από τους κατοίκους και τα Ελληνικά στρατεύματα. Τα χρονικά της επανορθώσεώς της λαμβάνουν αρχήν από τον μήνα Ιούνιον του 1829, καθ' ον καιρόν τα Ελληνικά στρατεύματα, ενεργούντα προ τινος καιρού εις την απελευθέρωσιν όλης της Στερεάς, εξεστράτευσαν υπό τον στρατάρχην Δ. Υψηλάντην, εις ανάκτησιν και ταύτης της χώρας.
Τρία ήσαν τα στρατόπεδα τα οποία διετηρούντο από τας Τουρκικάς δυνάμεις μέχρι εκείνης της εποχής. Το εν εις την πόλιν των Θηβών, το έτερον εις το χωρίον Ωρωπόν, και το τρίτον εις το στενόν του Ανηφορίτου, κείμενον εν τω μεταξύ της οδού της φερούσης από Χαλκίδα εις Θήβας. Σιμά του πρώτου στρατοπέδου είχον συνοικισθή και 80 περίπου οικογένειαι γεωργών προερχόμενων κατά μέγα μέρος από τα Σκούρτα, χωρίον των Θηβών και από το Λιάτανι ή Μαυρομμάτι, χωρίον της Λεβαδείας. Ομοίως και εις Ωρωπόν άλλαι 40 περίπου οικογένειαι όμοιαι ευρίσκοντο προερχόμεναι από τα χωρία Σάλεσι, Μαρκόπουλον, Μπούγα και Ωρωπόν. Ούτος ήτον όλος ο καρπός της εκ των κατοίκων υποταγής, τον οποίον είχε προμηθεύσει εις τους Τούρκους ο προσηλυτισμός και η ένδεια εις την οποίαν είχε βυθισθή η τάξις των γεωργών.
Τα υπό τον Έλληνα στρατάρχην στρατεύματα αντετάχθησαν και εις τας τρεις κατεχομένας υπό των Τούρκων θέσεις. Μετά διαφόρους συμπλοκάς γενομένας άχρι των 3 του προσεχούς Αυγούστου απέτυχον μεν να κυριεύσωσι την πόλιν των Θηβών και το στενό του Ανηφορίτου, επέτυχον δε εις μίαν ευτυχώς αποκτηθίσαν κατά τον Ωρωπόν νίκην, να εξώσωσι τους Τούρκους από το χωρίον εκείνο και να περιορίσωσι τα λείψανα της εκείσε Τουρκικής φρουράς εις μόνον το λιμένα του τόπου, εκτός των χαρακωμάτων και των αποθηκών, τα οποία υπήρχον εκεί κατασκευασμένα, αφ' ότου ο σερασκέρης Ρεσίτ Μεμέτ πασάς (Κιουταχής) είχε λάβει το μέτρον του να αποβιβάζονται εις ταύτην την θέσιν μεταφερόμεναι διά του Λαμιακού κόλπου εξ Ευβοίας αι τροφαί και άλλα χρειώδη του πολέμου, εκείθεν δε, χάριν πλειοτέρας ευκολίας και ασφαλείας, να μετακομίζονται εις το κατά την Αττικήν στρατόπεδον.
Αι περιστάσεις των Ελληνικών στρατευμάτων και τα μέτρα του στρατάρχου υπαγόρευσαν να εγκαταλειφθώσιν εξ αυτών κατά την 8 Αυγούστου αι κατεχόμενα και εις Θήβας και Ωρωπόν θέσεις. Την αποχώρησιν των στρατευμάτων παρηκολούθησαν και όλαι αι πρότερον υποτεταγμέναι οικογένειαι των γεωργών, οι οποίοι είχον λάβει μέρος και ενοχοποιηθεί εις τα κατά των Τούρκων τελευταία πολέμια κινήματα.
Τα Ελληνικά στρατεύματα δεν εβράδυναν να συγκεντρωθώσιν εις Πέτραν, μεθόριον της Λεβαδείας και των Θηβών, όπου εξετελέσθησαν αι αξιομνημόνευτοι νίκαι του Σεπτεμβρίου κατά των Σουλτανικών στρατευμάτων, αποχωρησάντων και αυτών εκ των Θηβών και υπεγράφη από τους αρχηγούς των η ένδοξος διά τους Έλληνας συνθήκη, ήτις ενώ επέβαλε την κένωσιν όλων των κατά την λοιπήν Ανατολικήν Ελλάδα κατεχομένων υπ' αυτών θέσεων, συνυπέφερε διά μιας και το ασυμφώνητον μεν, αλλ' ευτυχές αποτέλεσμα του ν' αποσυρθή μετά σπουδής εντός της Ευβοίας και η διαμένουσα εντός των Θηβών δύναμις του Ομέρ πασά. Μία εμπροσθοφυλακή διατρίψασα μέχρι τινός καιρού εις Ανηφορίτην, εξέλιπεν κα αυτή η προσέγγισιν του χειμώνος.
Έκτοτε δεν παρουσιάζεται εις το ιστορικόν του τόπου καμμία εκστρατεία των Τούρκων κατά της Θηβαίδος, καμμία αντιποίησις νεωτέρα, κανέν επιχείρημα εχθροπραξίας. Τα πράγματα μάλιστα αναδεικνύουσιν ότι η μόνη εναπολειφθείσα εντός της Ελληνικής χώρας Τουρκική δύναμις, η υπό τον πασάν της Ευβοίας διευθύνοντα και τα της Αττικής, παρεδέχθη σιωπηλώς και εσσυμορφώθη με τας αρχάς της ανακωχής, τας οποίας ήθελε πλέον να πρεσβεύη σοβαρώς και η Ελληνική κυβέρνησις μετά τα τελευταία διατρέξανατα, τα οποία συμπίπτουν και με την εν Ανδριανουπόλει συνθήκην. Όθεν τα πράγματα έμειναν εις ευρίσκοντο στάσιν, οι δε Τούρκοι δεν απήλαυσαν άλλην κατοχήν επί της Θηβαίδος, παρά εκείνην του λιμένος του Ωρωπού, όπου διέτριβε μία φυλακή περιορισμένη πέριξ του χαρακώματός της, εις την οποίαν δεν δύναται να δώση τις άλλον χαρακτήρα, ειμή ότι απέβλεπεν εις μόνο τα μέτρα του να συντελή εις την απαραίτητον κοινωνίαν της Ευβοίας και Αττικής. Η κοινωνία αύτη διετηρείτο από την Εύβοιαν έως Ωρωπόν και δια θαλάσσης και διά της οδού της κατά το Θηβαικόν παράλιον και εκείθεν, ως επί το πολύ, ήτον εν χρήσει η συνεχής διά του Καλάμου παράλιος οδός , η φέρουσα προς την Αττικήν.
Όσον διά τον Καράμπαμπα κατεχόμενον και αυτόν παρά των Τούρκων επί της Θηβαικής ηπείρου, ούτος αποτελεί εν μέρος αχώριστον των φρουρίων, όσα απαρτίζουν επί το Ευρίπου την οχύρωσιν αυτής της Χαλκίδος.
Η τοιαύτη των πραγμάτων θέσις και αι εκ μέρους της Ελληνικής κυβέρνήσεως εξηγήσεις, περί της ήδη αποκαθισταμένης ειρήνης, ενεθάρρυνον πρώτους τους μεταναστευθέντας από τα τελευταία του πολέμου συμβεβηκότα γεωργούς, να απέλθωσιν εις την Θηβαίδα περί τα τέλη του Φθινοπώρου διά να σπείρωσι, αλλ' αντί των Θηβών και του Ωρωπού, όπου πρότερον ήσαν κατεστημένοι, συνωκίσθησαν εις τα χωρία Κακοσάλεσι και Λιάτανι. Οι Τούρκοι όχι μόνον δεν εκίνησαν κατ' αυτών καμίαν εχροπραξίαν, αλλά και απέφυγον του να επιφέρωσι καμμίαν από τας συνήθεις απαιτήσεις της εις την κυριαρχίαν της υποταγής. Έσπειρον όπου ηθέλησαν χωρίς να τους παρουσιασθή κανέν εμπόδιον ή πρότασις συμφωνίας από τους ιδιοκτήμονας των γαιών Οθωμανούς της Χαλκίδας.
Εν τούτοις τα Ελληνικά στρατεύματα μετά τα συμβάντα της Πέτρας, αποσυρθέντα εις Μεγαρίδα καθυπεβλήθησαν εις νέον διοργανισμόν, περί δε τας αρχάς Μαίου 1830 τα μεν άλλα των νεοσχηματισθέντων Ταγμάτων, διελθόντα διά της Θηβαίδος, διευθύνθησαν εις κατά την Ανατολικήν Ελλάδα θέσεις, όπου έκαστον ήτον διωρισμένον, το δε Δ' Τάγμα κατέλαβε το χωρίον Σκούρτα, θέσιν αρμοδίαν διά να επιτηρή τα μέρη της επαρχίας τα πλησιέστερα προς τους Οθωμανούς. Εφοδιασμένον με ειρηνικάς οδηγίας απέφυγε του να έμβη εις καμμίαν με τους Τούρκους εχθροπραξίαν. Απέδειξε μ' όλα ταύτα η παρουσία του Τάγματος την πραγματικήν της επαρχίας κατοχήν ενυπάρχουσαν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Δι΄ αποσπασμάτων του εξαπλωμένων εν μέσω των κατοικουμένων τόπων, οίον Κακοσάλεσι, Λιάτανι και τα όμοια ετέθησαν υπό την προστασίαν του αι εκείσε των γεωργών συνοικίσεις και οι περίπολοι του αυτού Τάγματος καθ' όλον το λεγόμενον κάτω τμήμα της επαρχίας, το οποίον αφορά τα εστραμμένα προς το Ευβοικόν Κόλπον μέρη από της πόλεως κατωτέρω, ενησχολούντο εις την καταδίωξιν και εξάλειψιν της ληστείας, εις τρόπον ώστε να προμηθεύσωσι και εις αυτούς τους Τούρκους την ασφάλειαν της οδοιπορίας των από την Χαλκίδα εις την Αττικήν.
Αφ' ετέρου μέρους, ο κατά την Ανατολικήν Ελλάδα έκτακτος επίτροπος μετερχόμενος την εξουσία του και εις ταύτην την επαρχίαν, κατέστησε Αστυνόμον αυτής τον κ. Στεφανάκην διά διάγματός του της 1 Φεβρουαρίου 1830 και δι' ετέρου, της αυτής ημερομηνίας, διώρισε επιτροπήν συγκειμένην από τους κ.κ., Φράγκον Βρυζάκην, Ν. Αντωνάδον και Σ. Στεφανάκην, διά να καταγράψωσι την εθνικήν και ιδιόκτητον γην της επαρχίας.
Υπό αυτούς τους οιωνούς, προοδεύοντας του κατά την επαρχίαν οικισμού, εδέχθη εις τους κόλπους της περί τα μέσα Απριλίου 1830 και αυτή η πόλις των Θηβών μέγιστον μέρος των κατοίκων της και ως πόλις Ελληνική εσύστησε πάραυτα επαρχιακήν Δημογεροντίαν, ήτις διώκει τα πράγματα όλης της επαρχίας υπό την διεύθυνσιν των ανωτέρω αρχών, αναγνωριζομένη ως τοιαύτη και παρά της γειτνιαζούσης εν Χαλκίδι Τουρκικής εξουσίας. Επομένως ο έκτακτος Επίτροπος, ελθών αυτοπροσώπως κατά τον μήνα Ιούνιον εις την πόλιν ταύτην, ενησχολήθη εις τον τελειότερον διοργανισμόν της επαρχίας αποχρώντως οικισθείσης ήδη καταστήσας διά δημοσίων εκλογών τας απανταχού Δημογεροντίας, διορίσας και εις αυτόν τον λιμένα του Ωρωπού επιστάτην του τελωνείου τον κ. Παναγιωτάκην Γκουρήν. Ο δε μετ' ολίγον διορισθείς παρά της Κυβερνήσεως ιδιαίτερος της επαρχίας Διοικητής κ. Δ. Ορφανός κατέστησεν ευθύς εις τον ίδιον Ωρωπόν Αστυνόμον τον Ν. Πάλτεναν(;) και μετ' ολίγον αντί αυτού το Σ. Ιωάννου και δι΄αυτών έχων ταυτοχρόνως υπό τας διαταγάς του ένα εκ των ταγμάτων λόχον, ενήργη όλα τα διοικητικά και τα των εξασφαλιστικών Αστυνομίας χρέη, καθ' όλον το συζητούμενον της επαρχίας τμήμα. Τα αυτά ενήργει και η διοίκησις και της εν Λεβαδεία Αρχής, εις τα χωρία Λιάτανι, Κάλαμον κλπ., μέχρι των της Αττικής ορίων.
Όλα ταύτα τα διατρέξαντα και πριν και μετά τον Απρίλιον του 1830 συντείνουν να αποδείξωσιν ότι ποτέ δεν υπήρξε εις του Τούρκους κατοχή επί της Θηβαίδος χώρας τοιαύτη, οποία πραγματικώς εφαίνετο εις την Εύβοιαν και την Αττικήν, όπου η της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσία δεν εδύνατο μέχρις αρτίως να εισχωρή.
Τίποτε άρα δεν έλλειπεν από του να χαρακτηρίζη όχι μόνον την λοιπήν επαρχίαν, αλλά και αυτό το κάτω λεγόμενον τμήμα, είτε τμήμα του Ωρωπού ελαχίστη Τουρκική φρουρά και συγκειμένη, ως οι κάτοικοι διισχυρίζονται, από πέντε ή εξ άτομα κατ' αυτόν τον μήνα του Απριλίου, έδειξεν κατά καιρόν της συνάξεως του καρπού, ότι φέρει αντιποιήσεις διά τα δέκατα των πέριξ χωρίων, ενώ αι πρόσοδοι όλης ανεξαιρέτως της επαρχίας είχον προπωληθεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Επειδή ο της Ευβοίας πασάς ενίσχυσεν αυτήν την αντιποίησιν δι΄αποστολής ετέρων πλειοτέρων στρατιωτών, η Ελληνική Κυβέρνησις θεωρούσα, ως λέγεται, το έργον του πασά ως έργον βίας, εις ην διά τας υπαρχούσας συνθήκας, δεν ήθελε να αντιτάξη βίαν, ενέδωκεν εις το να διατάξη ώστε να παραχωρηθή η σύναξις των δεκάτων εις τους Τούρκους, οι δε της επαρχίας ενοικισταί ν' αποζημιωθώσι παρά της κυβερνήσεως, δι' όσα ήθελον λάβει οι Τούρκοι. Οι απεσταλμένοι του Πασά, άμα εσύναξαν τα δέκατα και τα ανήκοντα εις τους ιδιοκτήμονας των γαιών αφ' όσα ήσαν κατ' εκείνο το έτος εσπαρμένα χωρία, ως το επισυναπτόμενον υπό στοιχ. Α' πίνακα φαίνονται, απεχώρησαν εις Εύβοιαν, χωρίς να μείνη πλέον κανείς, ουδέ εις αυτόν τον του Ωρωπού λιμένα, εις τρόπον ώστε οι ενοικιασταί της επαρχίας εσύναξαν ελευθέρως τα δέκατα των οψίμων καρπών και ην τινα άλλην πρόσοδον των αυτών χωρίων, η δε Ελληνική διοίκησις, εξηκολούθη να εξασκή τα έργα της εξουσίας ή των ιδιοκτημόνων των γαιών Οθωμανών.
Μετά παρέλευσιν ολοκλήρου έτους, ιδού και παλιν ο πασάς της Ευβοίας ανανεώνων τας αντιποιήσεις αποστέλλει στρατιωτικόν σώμα φέρον χαρακτήρα βίας, διά να λάβη τα δέκατα των καρπών και τα δικαιώματα των της γης ιδιοκτημόνων και ταύτα με παράβασιν των συνήθων κανονισμών. Διά να γνωσθούν τα εις ταύτην την περίστασιν διατρέξαντα, επισυνάπτονται εις αντίγραφα, εξαχθέντα από το σωζόμενον εν Θήβαις αρχείον, υπό στοιχ. Β' αναφορά του Διοικητού Μεγαρίδος και Θηβών υπ' αριθμ. 1523, υπό στοιχ. Γ' απάντησις του Κυβερνήτου της Ελλάδος, υπ' αριθμ. 770, υπό στοιχ. Δ' απάντησις του Διοικητού Μεγαρίδος και Θηβών, υπ' αριθμ. 1604, υπό στοιχ. Ε' αναφορά του απεσταλμένου εις τον πασάν της Ευβοίας χάριν διαπραγματεύσεως κ. Γ. Λασάνη.
Εκ τούτων παρατηρείται ότι κατά το έτος 1831 δεν είναι πλέον ο αυτός αριθμός των χωρίων, τα οποία εφορολόγησαν οι Τούρκοι του 1830, αλλ' εξετάσθησαν αι αντιποιήσεις των και έλαβον έκβασιν και εις άλλα χωρία του κάτω τμήματος, τα οποία είχον συνοικισθή και σπαρθή κατά τούτο το έτος, τόσον εκ των υπαγομένων εις Θήβας, όσων και εξ εκείνων της Λεβαδείας.
Πράξαντες δε οι Τούρκοι, όπως και εις το παρελθόν έτος, ανεχώρησαν εις τα ίδια.
Μετερχόμενοι ως δικαίωματο παρελθόν απήλαυσαν και κατά τους 1832 τας αυτάς ωφελείας επί των αυτών χωρίων. Κατά τούτο δε το έτος επροχώρησαν οι ιδιοκτήμονες Οθωμανοί και εις εκποιήσεις ολοκλήρων χωρίων εκ των προδεκατισθέντων υπό της Τουρκικής εξουσίας και χωρίς διάκρισιν εκείνων, τα οποία η ιδία παρά της Τουρκικής εξουσίας καθιερωμένη οροθεσία επικρατούσα άχρι σήμερον υπάγει εις την επαρχίαν Λεβαδείας και ουχί την των Θηβών, περί ης και μόνον γίνεται λόγος εις την Συνθήκην της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Έπαρχος Θηβών
Ν. Καρόρης
Διά το ακριβές της αντιγραφής
Αντί του Γραμματέως της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας
(Τ.Σ.) Μ. Καλλιφρονάς
Πηγή:: Ανέκδοτα έγγραφα αφορώντα εις την οριστικήν απελευθέρωσιν της Ανατ. Χέρσου Ελλάδος.Ηλία Παπαθανασόπουλου
Σημείωση: Το κείμενο ακολουθεί το πρωτότυπο σε γραφή - σύνταξη και μονοτονικό τονισμό.